Εκκλησία και Χούντα
Επιμέλεια Θ. Ρ.
Πέμπτη, 17 Νοεμβρίου 2011
Είναι μια πολύ πικρή αλήθεια ότι η θεσμική Εκκλησία (παπάδες και, ιδιαίτερα, δεσποτάδες) σχεδόν στο σύνολό της, καθώς και πολλοί θρησκευόμενοι, όπως οι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών και οι χριστιανικές οργανώσεις, όχι μόνο συμβιβάστηκαν με το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974), αλλά και συχνά το ευλόγησαν και το εξύμνησαν.
Γιατί άραγε συνέβη αυτό; Μήπως η Εκκλησία, τελικά, είναι απλώς γεμάτη φασίστες; Ή μήπως –όπως θα ήθελαν να πιστεύουν κάποιοι συνάνθρωποί μας– ο ίδιος ο χριστιανισμός είναι στη ρίζα του φασιστικός και νομοτελειακά μετατρέπει σε φασίστες εκείνους που τον αποδέχονται, εκτός από λίγες παράδοξες εξαιρέσεις;
Η ερμηνεία που δίνει ο κ. Ανδρέας Αργυρόπουλος στη μελέτη του Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974), Ψηφίδα 2004, σελ. 38-39, είναι κάπως διαφορετική:
«Οι θέσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους στην ιδεολογία που αναπτύχθηκε για τα “ελληνοχριστιανικά ιδεώδη” τον 19ο αιώνα. Το έθνος συμπορεύεται πάντα με την Εκκλησία και η εκκλησιαστική ιεραρχία οφείλει να ακολουθεί και να στηρίζει ο,τιδήποτε καλύπτεται πίσω από την εθνική ιδέα. Βεβαίως, η εξυπηρέτηση των εθνικών επιδιώξεων δεν είχε να κάνει μόνο με τον ελλαδικό χώρο […]. Το δυστύχημα είναι ότι και σήμερα από πολλούς παρανοείται η ουσία και η αποστολή της Εκκλησίας. Η πλειονότητα των μελών της τις αποδέχεται: “μέχρι τις ημέρες μας δεν έχει κανείς παρά να απευθύνει στην πλειονότητα των μελών της Εκκλησίας τις ερωτήσεις: - Ποιο είναι το γένος, το έθνος ή ο περιούσιος λαός; - Ποια είναι η αποστολή της Εκκλησίας; - Ποιος σώζει ποιον; η Ορθοδοξία τον Ελληνισμό ή ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία; Οι απαντήσεις σχεδόν ανεξαίρετα θα είναι πως περιούσιος λαός είναι οι Έλληνες, αποστολή της Εκκλησίας είναι η σωτηρία του έθνους και χωρίς τον Ελληνισμό δεν υπάρχει Εκκλησία” [π. Α. Πινακούλα, Εκκλησία και Ελληνισμός στη νεότερη Ελλάδα, Σύναξη 79 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2001), 47]. Βεβαίως, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί: “η εκκλησία έχει πνευματικό έργο και δεν είναι ταγμένη να σώσει φυλές, γλώσσες και έθνη, αλλά να σώσει τους ανθρώπους ανεξάρτητα απ’ τη φυλή, το φύλο, τη γλώσσα και το έθνος” [Ι. Πέτρου, Η πολυπολιτισμικότητα ως κοινωνικό γεγονός και κοινωνικό αίτημα, Καθ’ οδόν 16 (Ιούλιος 2000), 17]».
Εννοείται πως η πλάνη αυτή, ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία πρέπει ν’ ακολουθεί οποιονδήποτε επικαλείται την εθνική ιδέα, καθόλου δεν αθωώνει τους Έλληνες αρχιερείς και τους πανεπιστημιακούς θεολόγους (και όχι μόνο) που εξέφρασαν με κείμενα, εγκυκλίους και άλλους τρόπους την άποψη πως το χουντικό καθεστώς ήταν «θεόσταλτο» γιατί «ήρθε να σώσει την Ελλάδα». Δεν τους αθωώνει γιατί οι πνευματικοί ηγέτες μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν επιτρέπεται να βρίσκονται σε πλάνη.
Τα παραπάνω μας πικραίνουν, αλλά δε μας απογοητεύουν, γιατί και στο παρελθόν υπήρξαν στιγμές που ένας απλός μοναχός (π.χ. οι άγιοι Μάξιμος Ομολογητής ή Ιωάννης Δαμασκηνός) κράτησε την αυθεντικότητα της χριστιανικής διδασκαλίας ενάντια στους συμβιβασμένους πατριάρχες, αλλά και περιπτώσεις αγίων που καταδιώχθηκαν από τη συμβιβασμένη ιεραρχία του καιρού τους, όπως ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άγ. Μάξιμος ο Γραικός (Ρωσία), ο (κατ’ εμέ άγιος) Παππουλάκος(κόκκινο πανί για τους σημερινούς φιλοδυτικούς φυσικά) κ.ά. Ωστόσο ας έχουμε υπόψιν πως, στην πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας, Εκκλησία δεν είναι ο κλήρος ή η ιεραρχία (παπάδες και δεσποτάδες), αλλά ο λαός των χριστιανών, άρα και ένας μόνο πραγματικός χριστιανός να βρεθεί σ’ έναν τόπο ή σε μια εποχή, αυτός διασώζει μέσα του την αλήθεια και την αυθεντικότητα της Εκκλησίας.
Σήμερα βέβαια, πολλοί ιερείς και επίσκοποι παίρνουν θέση για τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα και κατακρίνονται ότι ανακατεύονται στην πολιτική… Τελικά δε μπορείς να τους ικανοποιήσεις όλους.
Όπως όμως σε κάθε εποχή (και στην Τουρκοκρατία και στην Κατοχή), έτσι και την εποχή της χούντας υπήρξαν και ιερωμένοι που αντιστάθηκαν, αλλά και λαϊκοί (δηλ. όχι ιερείς), που αγωνίστηκαν κατά της χούντας θεμελιώνοντας τον αγώνα τους στη χριστιανική τους συνείδηση και στη χριστιανική διδασκαλία. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που καταξιώνονται από την Ιστορία και η παρουσία τους ενθαρρύνει και εμπνέει τους δικούς μας αγώνες «με το Χριστό για το λαό» (σύνθημα εκείνων των χριστιανών αγωνιστών).
Στη μελέτη του κ. Α. Αργυρόπουλου που αναφέρουμε παραπάνω (και η οποία περιγράφει χωρίς περιστροφές το συμβιβασμό της πλειοψηφίας της εκκλ. ιεραρχίας με τη χούντα) εντοπίζουμε κάποιες περιπτώσεις τέτοιων ιερέων και λαϊκών, τις οποίες και θα καταγράψουμε. Ασφαλώς δεν είναι οι μόνοι. Παπάδες με δημοκρατικά ιδεώδη και πιστοί ορθόδοξοι κοινωνικοί αγωνιστές (άσχετα αν επικαλέστηκαν ρητά την πίστη τους ως θεμέλιο του αγώνα τους) υπήρξαν σε κάθε γωνιά της χώρας μας. Προχωράμε λοιπόν με οδηγό το παραπάνω βιβλίο. Οι καφέ αγκύλες είναι δικές μας, όπως και ο χρωματισμός ορισμένων φράσεων, ενώ παραλείπουμε τις υποσημειώσεις, που μπορεί να τις αναζητήσει ο αναγνώστης ανατρέχοντας στη μελέτη.
Η διφορούμενη στάση του αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου
«Η δικτατορία από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να επιβάλει τον άμεσο έλεγχο στη Διοίκηση της Εκκλησίας. Πρώτος της στόχος ήταν η ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και η τοποθέτηση στη θέση του, του εκλεκτού των Ανακτόρων [=του βασιλιά] Ιερώνυμου Κοτσώνη. Αυτό επετεύχθη σε σύντομο χρονικό διάστημα και με πολλές παράνομες μεθοδεύσεις. Το σχέδιο ολοκληρώθηκε με την απομάκρυνση των μητροπολιτών που δεν έδειχναν ιδιαίτερα πρόθυμοι να συνεργαστούν με τη νέα κατάσταση [σ.σ. άρα υπήρχαν τέτοιοι, αλλά απομακρύνθηκαν σκόπιμα] και την επισκοποποίηση νέων που ακολουθούσαν πιστά τον Ιερώνυμο. Ταυτόχρονα η Δικτατορία τον πιέζει να διωχθούν από την εκκλησιαστική Δικαιοσύνη για φιλοαριστερισμό οι μητροπολίτες Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Αλέξανδρος και Πειραιώς Χρυσόστομος, πράγμα που ο Ιερώνυμος αρνείται. Ο μητροπολίτης Πειραιώς, μάλιστα, συνήθιζε στις ομιλίες και τα κηρύγματά του να καταγγέλλει συνεχώς τη Δικτατορία» (σελ. 21).
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
Επιμέλεια Θ. Ρ.
Πέμπτη, 17 Νοεμβρίου 2011
Είναι μια πολύ πικρή αλήθεια ότι η θεσμική Εκκλησία (παπάδες και, ιδιαίτερα, δεσποτάδες) σχεδόν στο σύνολό της, καθώς και πολλοί θρησκευόμενοι, όπως οι καθηγητές των Θεολογικών Σχολών και οι χριστιανικές οργανώσεις, όχι μόνο συμβιβάστηκαν με το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974), αλλά και συχνά το ευλόγησαν και το εξύμνησαν.
Γιατί άραγε συνέβη αυτό; Μήπως η Εκκλησία, τελικά, είναι απλώς γεμάτη φασίστες; Ή μήπως –όπως θα ήθελαν να πιστεύουν κάποιοι συνάνθρωποί μας– ο ίδιος ο χριστιανισμός είναι στη ρίζα του φασιστικός και νομοτελειακά μετατρέπει σε φασίστες εκείνους που τον αποδέχονται, εκτός από λίγες παράδοξες εξαιρέσεις;
Η ερμηνεία που δίνει ο κ. Ανδρέας Αργυρόπουλος στη μελέτη του Χριστιανοί και πολιτική δράση κατά την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974), Ψηφίδα 2004, σελ. 38-39, είναι κάπως διαφορετική:
«Οι θέσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους στην ιδεολογία που αναπτύχθηκε για τα “ελληνοχριστιανικά ιδεώδη” τον 19ο αιώνα. Το έθνος συμπορεύεται πάντα με την Εκκλησία και η εκκλησιαστική ιεραρχία οφείλει να ακολουθεί και να στηρίζει ο,τιδήποτε καλύπτεται πίσω από την εθνική ιδέα. Βεβαίως, η εξυπηρέτηση των εθνικών επιδιώξεων δεν είχε να κάνει μόνο με τον ελλαδικό χώρο […]. Το δυστύχημα είναι ότι και σήμερα από πολλούς παρανοείται η ουσία και η αποστολή της Εκκλησίας. Η πλειονότητα των μελών της τις αποδέχεται: “μέχρι τις ημέρες μας δεν έχει κανείς παρά να απευθύνει στην πλειονότητα των μελών της Εκκλησίας τις ερωτήσεις: - Ποιο είναι το γένος, το έθνος ή ο περιούσιος λαός; - Ποια είναι η αποστολή της Εκκλησίας; - Ποιος σώζει ποιον; η Ορθοδοξία τον Ελληνισμό ή ο Ελληνισμός την Ορθοδοξία; Οι απαντήσεις σχεδόν ανεξαίρετα θα είναι πως περιούσιος λαός είναι οι Έλληνες, αποστολή της Εκκλησίας είναι η σωτηρία του έθνους και χωρίς τον Ελληνισμό δεν υπάρχει Εκκλησία” [π. Α. Πινακούλα, Εκκλησία και Ελληνισμός στη νεότερη Ελλάδα, Σύναξη 79 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2001), 47]. Βεβαίως, όπως σωστά έχει παρατηρηθεί: “η εκκλησία έχει πνευματικό έργο και δεν είναι ταγμένη να σώσει φυλές, γλώσσες και έθνη, αλλά να σώσει τους ανθρώπους ανεξάρτητα απ’ τη φυλή, το φύλο, τη γλώσσα και το έθνος” [Ι. Πέτρου, Η πολυπολιτισμικότητα ως κοινωνικό γεγονός και κοινωνικό αίτημα, Καθ’ οδόν 16 (Ιούλιος 2000), 17]».
Εννοείται πως η πλάνη αυτή, ότι η εκκλησιαστική ιεραρχία πρέπει ν’ ακολουθεί οποιονδήποτε επικαλείται την εθνική ιδέα, καθόλου δεν αθωώνει τους Έλληνες αρχιερείς και τους πανεπιστημιακούς θεολόγους (και όχι μόνο) που εξέφρασαν με κείμενα, εγκυκλίους και άλλους τρόπους την άποψη πως το χουντικό καθεστώς ήταν «θεόσταλτο» γιατί «ήρθε να σώσει την Ελλάδα». Δεν τους αθωώνει γιατί οι πνευματικοί ηγέτες μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν επιτρέπεται να βρίσκονται σε πλάνη.
Τα παραπάνω μας πικραίνουν, αλλά δε μας απογοητεύουν, γιατί και στο παρελθόν υπήρξαν στιγμές που ένας απλός μοναχός (π.χ. οι άγιοι Μάξιμος Ομολογητής ή Ιωάννης Δαμασκηνός) κράτησε την αυθεντικότητα της χριστιανικής διδασκαλίας ενάντια στους συμβιβασμένους πατριάρχες, αλλά και περιπτώσεις αγίων που καταδιώχθηκαν από τη συμβιβασμένη ιεραρχία του καιρού τους, όπως ο άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο άγ. Μάξιμος ο Γραικός (Ρωσία), ο (κατ’ εμέ άγιος) Παππουλάκος(κόκκινο πανί για τους σημερινούς φιλοδυτικούς φυσικά) κ.ά. Ωστόσο ας έχουμε υπόψιν πως, στην πνευματική παράδοση της Ορθοδοξίας, Εκκλησία δεν είναι ο κλήρος ή η ιεραρχία (παπάδες και δεσποτάδες), αλλά ο λαός των χριστιανών, άρα και ένας μόνο πραγματικός χριστιανός να βρεθεί σ’ έναν τόπο ή σε μια εποχή, αυτός διασώζει μέσα του την αλήθεια και την αυθεντικότητα της Εκκλησίας.
Σήμερα βέβαια, πολλοί ιερείς και επίσκοποι παίρνουν θέση για τα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα και κατακρίνονται ότι ανακατεύονται στην πολιτική… Τελικά δε μπορείς να τους ικανοποιήσεις όλους.
Όπως όμως σε κάθε εποχή (και στην Τουρκοκρατία και στην Κατοχή), έτσι και την εποχή της χούντας υπήρξαν και ιερωμένοι που αντιστάθηκαν, αλλά και λαϊκοί (δηλ. όχι ιερείς), που αγωνίστηκαν κατά της χούντας θεμελιώνοντας τον αγώνα τους στη χριστιανική τους συνείδηση και στη χριστιανική διδασκαλία. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που καταξιώνονται από την Ιστορία και η παρουσία τους ενθαρρύνει και εμπνέει τους δικούς μας αγώνες «με το Χριστό για το λαό» (σύνθημα εκείνων των χριστιανών αγωνιστών).
Στη μελέτη του κ. Α. Αργυρόπουλου που αναφέρουμε παραπάνω (και η οποία περιγράφει χωρίς περιστροφές το συμβιβασμό της πλειοψηφίας της εκκλ. ιεραρχίας με τη χούντα) εντοπίζουμε κάποιες περιπτώσεις τέτοιων ιερέων και λαϊκών, τις οποίες και θα καταγράψουμε. Ασφαλώς δεν είναι οι μόνοι. Παπάδες με δημοκρατικά ιδεώδη και πιστοί ορθόδοξοι κοινωνικοί αγωνιστές (άσχετα αν επικαλέστηκαν ρητά την πίστη τους ως θεμέλιο του αγώνα τους) υπήρξαν σε κάθε γωνιά της χώρας μας. Προχωράμε λοιπόν με οδηγό το παραπάνω βιβλίο. Οι καφέ αγκύλες είναι δικές μας, όπως και ο χρωματισμός ορισμένων φράσεων, ενώ παραλείπουμε τις υποσημειώσεις, που μπορεί να τις αναζητήσει ο αναγνώστης ανατρέχοντας στη μελέτη.
Η διφορούμενη στάση του αρχιεπίσκοπου Ιερώνυμου
«Η δικτατορία από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να επιβάλει τον άμεσο έλεγχο στη Διοίκηση της Εκκλησίας. Πρώτος της στόχος ήταν η ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου και η τοποθέτηση στη θέση του, του εκλεκτού των Ανακτόρων [=του βασιλιά] Ιερώνυμου Κοτσώνη. Αυτό επετεύχθη σε σύντομο χρονικό διάστημα και με πολλές παράνομες μεθοδεύσεις. Το σχέδιο ολοκληρώθηκε με την απομάκρυνση των μητροπολιτών που δεν έδειχναν ιδιαίτερα πρόθυμοι να συνεργαστούν με τη νέα κατάσταση [σ.σ. άρα υπήρχαν τέτοιοι, αλλά απομακρύνθηκαν σκόπιμα] και την επισκοποποίηση νέων που ακολουθούσαν πιστά τον Ιερώνυμο. Ταυτόχρονα η Δικτατορία τον πιέζει να διωχθούν από την εκκλησιαστική Δικαιοσύνη για φιλοαριστερισμό οι μητροπολίτες Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου κ. Αλέξανδρος και Πειραιώς Χρυσόστομος, πράγμα που ο Ιερώνυμος αρνείται. Ο μητροπολίτης Πειραιώς, μάλιστα, συνήθιζε στις ομιλίες και τα κηρύγματά του να καταγγέλλει συνεχώς τη Δικτατορία» (σελ. 21).
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
(από αυτό το -φιλικό προς το πρόσωπό του- post)
«Ο Ιερώνυμος αναλαμβάνει τη στήριξη της δικτατορίας με κάθε τρόπο, πιστεύοντας, όπως γράφει σε επιστολή του στο δικτάτορα Παπαδόπουλο, ότι “όταν έγινεν η Επανάστασις της 21ης Απριλίου αντεπεκρίνετο εις ένα λαϊκόν αίσθημα”. […] Από τον Αύγουστο όμως του 1969 αρχίζει να κρατάει αποστάσεις, χωρίς όμως σε καμιά περίπτωση να συγκρούεται ανοικτά με τη δικτατορική κυβέρνηση. Στις 6-8-1969στέλνει γράμμα στον Παπαδόπουλο και εκφράζει τις διαφωνίες του για τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας:
“Η ωμή βία και το Κράτος του Χωροφύλακος οδηγούον όχι εις την Δημοκρατίαν, αλλ’ είτε εις την δουλείαν είτε εις την ανατροπήν. Ενόσω είναι ακόμη καιρός προλάβετέ την. Διότι και τα δύο οδηγούν εις τον όλεθρον της Ελλάδος. Διότι εάν μεν επιτύχητε την υποδούλωσιν του Λαού, δηλαδή ο Ελληνικός Λαός να αποκτήση φρόνημα δούλων, πράγμα αδύνατον (“του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει”), θα έχετε αποτύχη εις τον σκοπόν σας ως Επανάστασις, διότι ήλθατε να μας σώσετε από το καθεστώς της δουλείας, αλλά και θα οδηγήσετε την Ελλάδα εις τον όλεθρον”.
Στο βιβλίο του “Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου” αναφέρεται συχνά στις δυσκολίες και την απογοήτευση που ένιωθε στις επαφές του με τα μέλη της δικτατορικής κυβέρνησης. Ισχυρίζεται πως από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του η κυβέρνηση ενοχλείτο από τις αντιλήψεις και τις πρακτικές του. Για να ενισχύσει τις θέσεις του αυτές αναφέρεται και στις παρεμβάσεις του υπέρ των διωκομένων από τη δικτατορία ιερέων και επισκόπων. Εξακολουθεί όμως στο βιβλίο του να αποκαλεί τη δικτατορία ορισμένες φορές “Επανάσταση”» (ό.π., σελ. 23-24).
Ιερείς και επίσκοποι κατά της χούντας
Αναφέραμε ήδη τους μητροπολίτες Πειραιώς Χρυσόστομο και Φιλίππων Αλέξανδρο ως αντέδρασαν κατά της χούντας. Στις 25.10.1972 ο χριστιανός αγωνιστής Νίκος Ψαρουδάκης (για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω) καλείται σε απολογία από το Πλημμελειοδικείο Αθηνών για αντιχουντικό άρθρο του στην αγωνιστική εφημερίδαΧριστιανική, που ο ίδιος με τους συνεργάτες του εξέδιδε.
«Υπέρ του κατέθεσαν οι: Ευάγγελος Μόσχος, γνωστός δικηγόρος, ο θεολόγος και συνεργάτης της “Χ” [=Χριστιανικής] Γιώργος Ροδίτης, ο Λεωνίδας Δρανδάκης, πολιτικός μηχανικός, και ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος. Στην κατάθεσή του ο τελευταίος αναφέρει:
“Ο Ν.Ψ. διά της λαμπράς αρθρογραφίας του καταρτίζει πολίτας χριστιανούς… Ιεροκήρυξ λοιπόν ο Νίκος Ψαρουδάκης. Διαφέρει όμως ως προς τους ρασοφόρους τοιούτους [σ.σ. ιεροκήρυκες] κατά τούτο: Ότι εκείνοι (οι ρασοφόροι) καλοπληρώνονται και διάγουν εν πάση ανέσει και ευμαρεία. Ενώ ο Ν.Ψ. γνήσιος οπαδός του ακτήμονος Ναζωραίου, ζη στερούμενος. Είναι πτωχός, ενώ θα ηδύνατο να είναι πλούσιος… Ευρίσκομαι σήμερον εδώ για να εκπληρώσω ιερόν καθήκον έναντι ενός εξαιρέτου Έλληνος, ενός ακραιφνούς πατριώτου, ενός συμπαθούς αγωνιστού, πνευματικού ποδηγέτου του Λαού, αληθώς γνησίου Χριστιανού…” (Πρωτοδικείο Αθηνών, Ανακριτής 8ου τμήματος, 2/12/1972, έκθεσις ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος)» (ό.π., σελ. 91).
Φωτο από εδώ
«Το ίδιο χρονικό διάστημα η “Χ” με άρθρο της καταδικάζει την τετραετή σιωπή της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας και την παθητική της στάση απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Εξαίρει [=επαινεί] τη στάση που τήρησαν κατά τη συνεδρίασή της οι Επίσκοποι Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και Φλωρίνης Αυγουστίνος» (ό.π., σελ. 91-92).
[Για τους παραπάνω, διαβάζουμε σε άρθρο του π. Ιερόθεου Βλάχου (Ελευθεροτυπία28.5.2001):
«Είναι γνωστό ότι το καθεστώς της Επταετίας με Συντακτική Πράξη κατήργησε τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας διά του οποίου καθορίζονται μεταξύ των άλλων και η συγκρότηση της διοικήσεως της Εκκλησίας. Παραθεώρησε την Ιεραρχία της Εκκλησίας, έπαυσε την τότε υπάρχουσα Διαρκή Ιερά Σύνοδο και διόρισε επταμελή «Αριστίνδην» Σύνοδο. με την Πράξη αυτή στην ουσία παραθεώρησε τόσο το Συνοδικό Τόμο του 1850 όσο και την Πατριαρχική Πράξη του 1928. Οπως η Επταετία κατήργησε το Κοινοβούλιο, έτσι ακριβώς κατήργησε και την κανονική και νόμιμη διοίκηση της Εκκλησίας.
Για την επέμβαση αυτή στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξε αντίδραση που είναι γνωστή σε όσους ασχολούνται με τις πηγές και το αρχειακό υλικό. Πολλοί αρχιερείς διαμαρτύρονταν, με κορυφαίους τον Σεβ. Μητροπολίτη Κορίνθου κ. Παντελεήμονα, τον αείμνηστο Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και τον Σεβ. Μητροπολίτη Φλωρίνης κ. Αυγουστίνο. Εγιναν προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αντέδρασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διεξήχθησαν θυελλώδεις συζητήσεις στις Ιεραρχίες των ετών 1972-1973, γράφονταν θεολογικά άρθρα στις εφημερίδες. Τον αγώνα των Ιεραρχών αυτών εναντίον της επιβληθείσης από την Επταετία καταστάσεως στην Εκκλησία ενίσχυαν οι πολιτικοί παράγοντες, όπως οι: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Ράλλης, Γεώργιος Μαύρος, Ιωάννης Ζίγδης, Ανδρέας Κοκκέβης, Παναγιώτης Παπαληγούρας, Δημήτριος Παπασπύρου κ.ά., οι οποίοι με δηλώσεις τους τάσσονταν υπέρ των αγωνιζομένων Ιεραρχών για την αποκατάσταση της κανονικής τάξεως στην Εκκλησίας η οποία διασαλεύθηκε από το καθεστώς της Επταετίας με τη συγκρότηση αριστίνδην Συνόδου».
Επίσης, για τον Κορίνθου Παντελεήμονα (1919-2006), διαβάζουμε: «Την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας αντιτέθηκε έντονα στη διοίκηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου καυτηριάζοντας τις πρακτικές της είτε στα πλαίσια της Ιεράς Συνόδου είτε αρθρογραφώντας στον ημερήσιο Τύπο ενώ παράλληλα επιτίθετο και στην ίδια τη δικτατορία. Ιστορικό είναι το υπόμνημα, που κατέθεσε στις 3 Μαρτίου 1969 και διαβάστηκε στην Ιεραρχία. Με αυτό χτυπούσε την απαράδεκτη κατάσταση και το διοικητικό καθεστώς που δεν στηριζόταν στην εκκλησιαστική παράδοση»].
Στη Χριστιανική του Δεκεμβρίου 1972 «καταγγέλλονται οι από το καθεστώς οργανωμένες εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, καθώς επίσης και η νόθευση του αποτελέσματος. […] Οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε ότι οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών με πρωτοστατούντα τον διάκονο Τιμόθεο Λαγουδάκη βοήθησαν στο να αποδειχθεί η αδιαμφισβήτητη νοθεία των εκλογών. Πιο συγκεκριμένα, στις 24-11-1972 ο Τιμόθεος Λαγουδάκης υπέβαλε στο Σύλλογο των καθηγητών της Σχολής υπόμνημα, στο οποίο καταγγέλλει ότι, ενώ τον εψήφισαν 42 συμφοιτητές του, έλαβε μόνον 28 ψήφους. Συνημμένα υπέβαλε μαζί με το υπόμνημα την δήλωση των 42 συναδέλφων του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν ιερείς…» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 92). Τα ονόματα αυτών των φοιτητών και των ιερέων υπάρχουν εδώ. Ανάμεσά τους δυο ονόματα που ξέρω, ο π. Βασίλειος Βολουδάκης και ο π. Κων.Στρατηγόπουλος.
«Τον Φεβρουάριο του 1973 έχουμε την εξέγερση των φοιτητών και την κατάληψη της Νομικής. Το παρόν στη συγκέντρωση έξω από το κτίριο δίνουν ο τότε Επίσκοπος Ανδρούσης και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος (νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας), ο ιερέας Χρίστος Χριστοδούλου, ο διάκονος Τιμόθεος Λαγουδάκης και άλλοι κληρικοί, οι οποίοι “προσπαθούν να εισαγάγουν τρόφιμα στους φοιτητές, αλλά η Αστυνομία το απαγορεύει. Τα “τιμημένα ράσα” των ιερέων κρύβουν λίγες τροφές για τους αποκλεισμένους. Οι αστυνομικοί τους ανακαλύπτουν και τους διώχνουν”.
Ο Τιμόθεος Λαγουδάκης συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια από τη Δικτατορία. Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος μαζί με τον πατέρα Γεώργιο Πυρουνάκη και το διάκονο Τιμόθεο Λαγουδάκη θα σταθεί στο πλευρό των συλληφθέντων φοιτητών της εξέγερσης της Νομικής, μαζί με τους γονείς τους τούς επισκέπτεται στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και τους συμπαρίσταται. Στη συγκέντρωση της Νομικής ομάδα φοιτητών της Θεολογικής Σχολής, μεταξύ των οποίων ήσαν και μερικοί κληρικοί, δίνει ψήφισμα συμπαράστασης…» (ό.π., σελ. 92-94).
[Διαβάζουμε σε αναλυτικό άρθρο για όλους αυτούς τους ιερείς:
O Tιμόθεος Λαγουδάκης δεν έζησε για να δει την πτώση της δικτατορίας. Σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1974 σε ένα «περίεργο» τροχαίο δυστύχημα στην εθνική οδό Αθηνών – Κορίνθου. Μαζί του σκοτώθηκε και ένας ακόμη από τους κληρικούς που υπέγραψαν την καταγγελία του Νοεμβρίου του 1972, οΠαντελεήμων Κατσούλης.
Και οι δύο επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κόρινθο όπου είχαν πάει για τη χειροτονία σε επίσκοπο του σημερινού μητροπολίτη Φιλίππων Προκοπίου. Ο τάφος του Τιμόθεου Λαγουδάκη βρίσκεται στον περίβολο της μονής Αρκαδίου…]
Ας πάμε λίγο πίσω: «Τη μέρα της ενθρόνισης του Ιερώνυμου, στις 17/5/1967 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ο εφημέριος του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου π. Γεώργιος Δημητριάδης, γνωστός ως π. Γεώργιος “ο ρακοσυλλέκτης” και “προστάτης των φτωχών” στις υποβαθμισμένες περιοχές του Πειραιά, διότι από άμβωνος κατήγγειλε την κατάλυση των ελευθεριών και επιτέθηκε κατά του καθεστώτος» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 21).
«Ο π. Πέτρος Γαβαλάς υπήρξε μέλος της ΔΑΚ (Δημοκρατική Αντίσταση Κρήτης) που συστήθηκε σχεδόν αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Στην οργάνωση είχε συσπειρώσει πολλούς δημοκράτες από το χωριό του Άγιο Θωμά Μονοφατσίου Ηρακλείου αλλά και από τα γύρω χωριά. Με προδοσία συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια, όπου βασανίστηκε άγρια. Του επιβλήθηκε φυλάκιση δύο ετών. Για δεκαέξη μήνες έμεινε στη φυλακή και κατόπιν απελευθερώθηκε» (ό.π., σελ. 29, υποσημ. 24). Δυστυχώς, ο τότε αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος συντάχθηκε με το καθεστώς κι όχι με τον αγωνιστή παπά (ό.π.).
Το καλοκαίρι του 1972 «αρχίζουν οι διώξεις εναντίον του π. Γεωργίου Πυρουνάκη. […] Η δικτατορία πλέον δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα. Την Κυριακή στις 3-9-72 ο π. Γεώργιος Πυρουνάκης συλλαμβάνεται, ενώ μετέβαινε να λειτουργήσει στο ναό που είχε τοποθετηθεί. Η “Χ” προβάλλει το γεγονός και συγκρούεται με το εκκλησιαστικό κατεστημένο» (ό.π., σελ. 87).
Ο παπά Γιώργης Πυρουνάκης (1910 - 16 Μαΐου 1988).
«Ο Ιερώνυμος αναλαμβάνει τη στήριξη της δικτατορίας με κάθε τρόπο, πιστεύοντας, όπως γράφει σε επιστολή του στο δικτάτορα Παπαδόπουλο, ότι “όταν έγινεν η Επανάστασις της 21ης Απριλίου αντεπεκρίνετο εις ένα λαϊκόν αίσθημα”. […] Από τον Αύγουστο όμως του 1969 αρχίζει να κρατάει αποστάσεις, χωρίς όμως σε καμιά περίπτωση να συγκρούεται ανοικτά με τη δικτατορική κυβέρνηση. Στις 6-8-1969στέλνει γράμμα στον Παπαδόπουλο και εκφράζει τις διαφωνίες του για τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας:
“Η ωμή βία και το Κράτος του Χωροφύλακος οδηγούον όχι εις την Δημοκρατίαν, αλλ’ είτε εις την δουλείαν είτε εις την ανατροπήν. Ενόσω είναι ακόμη καιρός προλάβετέ την. Διότι και τα δύο οδηγούν εις τον όλεθρον της Ελλάδος. Διότι εάν μεν επιτύχητε την υποδούλωσιν του Λαού, δηλαδή ο Ελληνικός Λαός να αποκτήση φρόνημα δούλων, πράγμα αδύνατον (“του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει”), θα έχετε αποτύχη εις τον σκοπόν σας ως Επανάστασις, διότι ήλθατε να μας σώσετε από το καθεστώς της δουλείας, αλλά και θα οδηγήσετε την Ελλάδα εις τον όλεθρον”.
Στο βιβλίο του “Το δράμα ενός Αρχιεπισκόπου” αναφέρεται συχνά στις δυσκολίες και την απογοήτευση που ένιωθε στις επαφές του με τα μέλη της δικτατορικής κυβέρνησης. Ισχυρίζεται πως από την πρώτη στιγμή της ανάληψης των καθηκόντων του η κυβέρνηση ενοχλείτο από τις αντιλήψεις και τις πρακτικές του. Για να ενισχύσει τις θέσεις του αυτές αναφέρεται και στις παρεμβάσεις του υπέρ των διωκομένων από τη δικτατορία ιερέων και επισκόπων. Εξακολουθεί όμως στο βιβλίο του να αποκαλεί τη δικτατορία ορισμένες φορές “Επανάσταση”» (ό.π., σελ. 23-24).
Ιερείς και επίσκοποι κατά της χούντας
Αναφέραμε ήδη τους μητροπολίτες Πειραιώς Χρυσόστομο και Φιλίππων Αλέξανδρο ως αντέδρασαν κατά της χούντας. Στις 25.10.1972 ο χριστιανός αγωνιστής Νίκος Ψαρουδάκης (για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω) καλείται σε απολογία από το Πλημμελειοδικείο Αθηνών για αντιχουντικό άρθρο του στην αγωνιστική εφημερίδαΧριστιανική, που ο ίδιος με τους συνεργάτες του εξέδιδε.
«Υπέρ του κατέθεσαν οι: Ευάγγελος Μόσχος, γνωστός δικηγόρος, ο θεολόγος και συνεργάτης της “Χ” [=Χριστιανικής] Γιώργος Ροδίτης, ο Λεωνίδας Δρανδάκης, πολιτικός μηχανικός, και ο Επίσκοπος Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος. Στην κατάθεσή του ο τελευταίος αναφέρει:
“Ο Ν.Ψ. διά της λαμπράς αρθρογραφίας του καταρτίζει πολίτας χριστιανούς… Ιεροκήρυξ λοιπόν ο Νίκος Ψαρουδάκης. Διαφέρει όμως ως προς τους ρασοφόρους τοιούτους [σ.σ. ιεροκήρυκες] κατά τούτο: Ότι εκείνοι (οι ρασοφόροι) καλοπληρώνονται και διάγουν εν πάση ανέσει και ευμαρεία. Ενώ ο Ν.Ψ. γνήσιος οπαδός του ακτήμονος Ναζωραίου, ζη στερούμενος. Είναι πτωχός, ενώ θα ηδύνατο να είναι πλούσιος… Ευρίσκομαι σήμερον εδώ για να εκπληρώσω ιερόν καθήκον έναντι ενός εξαιρέτου Έλληνος, ενός ακραιφνούς πατριώτου, ενός συμπαθούς αγωνιστού, πνευματικού ποδηγέτου του Λαού, αληθώς γνησίου Χριστιανού…” (Πρωτοδικείο Αθηνών, Ανακριτής 8ου τμήματος, 2/12/1972, έκθεσις ενόρκου εξετάσεως μάρτυρος)» (ό.π., σελ. 91).
Φωτο από εδώ
«Το ίδιο χρονικό διάστημα η “Χ” με άρθρο της καταδικάζει την τετραετή σιωπή της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας και την παθητική της στάση απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο. Εξαίρει [=επαινεί] τη στάση που τήρησαν κατά τη συνεδρίασή της οι Επίσκοποι Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος και Φλωρίνης Αυγουστίνος» (ό.π., σελ. 91-92).
[Για τους παραπάνω, διαβάζουμε σε άρθρο του π. Ιερόθεου Βλάχου (Ελευθεροτυπία28.5.2001):
«Είναι γνωστό ότι το καθεστώς της Επταετίας με Συντακτική Πράξη κατήργησε τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας διά του οποίου καθορίζονται μεταξύ των άλλων και η συγκρότηση της διοικήσεως της Εκκλησίας. Παραθεώρησε την Ιεραρχία της Εκκλησίας, έπαυσε την τότε υπάρχουσα Διαρκή Ιερά Σύνοδο και διόρισε επταμελή «Αριστίνδην» Σύνοδο. με την Πράξη αυτή στην ουσία παραθεώρησε τόσο το Συνοδικό Τόμο του 1850 όσο και την Πατριαρχική Πράξη του 1928. Οπως η Επταετία κατήργησε το Κοινοβούλιο, έτσι ακριβώς κατήργησε και την κανονική και νόμιμη διοίκηση της Εκκλησίας.
Για την επέμβαση αυτή στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξε αντίδραση που είναι γνωστή σε όσους ασχολούνται με τις πηγές και το αρχειακό υλικό. Πολλοί αρχιερείς διαμαρτύρονταν, με κορυφαίους τον Σεβ. Μητροπολίτη Κορίνθου κ. Παντελεήμονα, τον αείμνηστο Μητροπολίτη Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιο και τον Σεβ. Μητροπολίτη Φλωρίνης κ. Αυγουστίνο. Εγιναν προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αντέδρασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διεξήχθησαν θυελλώδεις συζητήσεις στις Ιεραρχίες των ετών 1972-1973, γράφονταν θεολογικά άρθρα στις εφημερίδες. Τον αγώνα των Ιεραρχών αυτών εναντίον της επιβληθείσης από την Επταετία καταστάσεως στην Εκκλησία ενίσχυαν οι πολιτικοί παράγοντες, όπως οι: Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Ράλλης, Γεώργιος Μαύρος, Ιωάννης Ζίγδης, Ανδρέας Κοκκέβης, Παναγιώτης Παπαληγούρας, Δημήτριος Παπασπύρου κ.ά., οι οποίοι με δηλώσεις τους τάσσονταν υπέρ των αγωνιζομένων Ιεραρχών για την αποκατάσταση της κανονικής τάξεως στην Εκκλησίας η οποία διασαλεύθηκε από το καθεστώς της Επταετίας με τη συγκρότηση αριστίνδην Συνόδου».
Επίσης, για τον Κορίνθου Παντελεήμονα (1919-2006), διαβάζουμε: «Την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας αντιτέθηκε έντονα στη διοίκηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου καυτηριάζοντας τις πρακτικές της είτε στα πλαίσια της Ιεράς Συνόδου είτε αρθρογραφώντας στον ημερήσιο Τύπο ενώ παράλληλα επιτίθετο και στην ίδια τη δικτατορία. Ιστορικό είναι το υπόμνημα, που κατέθεσε στις 3 Μαρτίου 1969 και διαβάστηκε στην Ιεραρχία. Με αυτό χτυπούσε την απαράδεκτη κατάσταση και το διοικητικό καθεστώς που δεν στηριζόταν στην εκκλησιαστική παράδοση»].
Στη Χριστιανική του Δεκεμβρίου 1972 «καταγγέλλονται οι από το καθεστώς οργανωμένες εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους, καθώς επίσης και η νόθευση του αποτελέσματος. […] Οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε ότι οι φοιτητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών με πρωτοστατούντα τον διάκονο Τιμόθεο Λαγουδάκη βοήθησαν στο να αποδειχθεί η αδιαμφισβήτητη νοθεία των εκλογών. Πιο συγκεκριμένα, στις 24-11-1972 ο Τιμόθεος Λαγουδάκης υπέβαλε στο Σύλλογο των καθηγητών της Σχολής υπόμνημα, στο οποίο καταγγέλλει ότι, ενώ τον εψήφισαν 42 συμφοιτητές του, έλαβε μόνον 28 ψήφους. Συνημμένα υπέβαλε μαζί με το υπόμνημα την δήλωση των 42 συναδέλφων του, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ήταν ιερείς…» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 92). Τα ονόματα αυτών των φοιτητών και των ιερέων υπάρχουν εδώ. Ανάμεσά τους δυο ονόματα που ξέρω, ο π. Βασίλειος Βολουδάκης και ο π. Κων.Στρατηγόπουλος.
«Τον Φεβρουάριο του 1973 έχουμε την εξέγερση των φοιτητών και την κατάληψη της Νομικής. Το παρόν στη συγκέντρωση έξω από το κτίριο δίνουν ο τότε Επίσκοπος Ανδρούσης και καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος (νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας), ο ιερέας Χρίστος Χριστοδούλου, ο διάκονος Τιμόθεος Λαγουδάκης και άλλοι κληρικοί, οι οποίοι “προσπαθούν να εισαγάγουν τρόφιμα στους φοιτητές, αλλά η Αστυνομία το απαγορεύει. Τα “τιμημένα ράσα” των ιερέων κρύβουν λίγες τροφές για τους αποκλεισμένους. Οι αστυνομικοί τους ανακαλύπτουν και τους διώχνουν”.
Ο Τιμόθεος Λαγουδάκης συνελήφθη και βασανίστηκε άγρια από τη Δικτατορία. Ο Αναστάσιος Γιαννουλάτος μαζί με τον πατέρα Γεώργιο Πυρουνάκη και το διάκονο Τιμόθεο Λαγουδάκη θα σταθεί στο πλευρό των συλληφθέντων φοιτητών της εξέγερσης της Νομικής, μαζί με τους γονείς τους τούς επισκέπτεται στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και τους συμπαρίσταται. Στη συγκέντρωση της Νομικής ομάδα φοιτητών της Θεολογικής Σχολής, μεταξύ των οποίων ήσαν και μερικοί κληρικοί, δίνει ψήφισμα συμπαράστασης…» (ό.π., σελ. 92-94).
[Διαβάζουμε σε αναλυτικό άρθρο για όλους αυτούς τους ιερείς:
O Tιμόθεος Λαγουδάκης δεν έζησε για να δει την πτώση της δικτατορίας. Σκοτώθηκε τον Ιούνιο του 1974 σε ένα «περίεργο» τροχαίο δυστύχημα στην εθνική οδό Αθηνών – Κορίνθου. Μαζί του σκοτώθηκε και ένας ακόμη από τους κληρικούς που υπέγραψαν την καταγγελία του Νοεμβρίου του 1972, οΠαντελεήμων Κατσούλης.
Και οι δύο επέστρεφαν στην Αθήνα από την Κόρινθο όπου είχαν πάει για τη χειροτονία σε επίσκοπο του σημερινού μητροπολίτη Φιλίππων Προκοπίου. Ο τάφος του Τιμόθεου Λαγουδάκη βρίσκεται στον περίβολο της μονής Αρκαδίου…]
Ας πάμε λίγο πίσω: «Τη μέρα της ενθρόνισης του Ιερώνυμου, στις 17/5/1967 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται ο εφημέριος του Αγίου Γεωργίου Κερατσινίου π. Γεώργιος Δημητριάδης, γνωστός ως π. Γεώργιος “ο ρακοσυλλέκτης” και “προστάτης των φτωχών” στις υποβαθμισμένες περιοχές του Πειραιά, διότι από άμβωνος κατήγγειλε την κατάλυση των ελευθεριών και επιτέθηκε κατά του καθεστώτος» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 21).
«Ο π. Πέτρος Γαβαλάς υπήρξε μέλος της ΔΑΚ (Δημοκρατική Αντίσταση Κρήτης) που συστήθηκε σχεδόν αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Στην οργάνωση είχε συσπειρώσει πολλούς δημοκράτες από το χωριό του Άγιο Θωμά Μονοφατσίου Ηρακλείου αλλά και από τα γύρω χωριά. Με προδοσία συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια, όπου βασανίστηκε άγρια. Του επιβλήθηκε φυλάκιση δύο ετών. Για δεκαέξη μήνες έμεινε στη φυλακή και κατόπιν απελευθερώθηκε» (ό.π., σελ. 29, υποσημ. 24). Δυστυχώς, ο τότε αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος συντάχθηκε με το καθεστώς κι όχι με τον αγωνιστή παπά (ό.π.).
Το καλοκαίρι του 1972 «αρχίζουν οι διώξεις εναντίον του π. Γεωργίου Πυρουνάκη. […] Η δικτατορία πλέον δεν κρατάει ούτε τα προσχήματα. Την Κυριακή στις 3-9-72 ο π. Γεώργιος Πυρουνάκης συλλαμβάνεται, ενώ μετέβαινε να λειτουργήσει στο ναό που είχε τοποθετηθεί. Η “Χ” προβάλλει το γεγονός και συγκρούεται με το εκκλησιαστικό κατεστημένο» (ό.π., σελ. 87).
Ο παπά Γιώργης Πυρουνάκης (1910 - 16 Μαΐου 1988).
Φωτο από αυτό το αναλυτικό άρθρο για τη ζωή του.
Για τον π. Πέτρο Γαβαλά διαβάζουμε εδώ:
Μια από αυτές τις συσκέψεις [αντιδικτατορικής δράσης] έγινε στο Άγιασμα Μυλοποτάμου Ρεθύμνης στις 28 Οκτωβρίου 1967. Το έμαθαν οι αρχές Ασφαλείας και τον συνέλαβαν λίγες μέρες μετά. Τη συνέχεια την περιγράφει ο ίδιος σε σημείωμα που παρέδωσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μέλη της Επιτροπής έφθασαν στην Αθήνα το Μάρτιο του 1969. Ο παπα-Πέτρος κατάφερε να φτάσει στην πρωτεύουσα, να ξεπεράσει τον κλοιό των πρακτόρων της Ασφάλειας και να παραδώσει στην Επιτροπή που δεχόταν καταγγελίες στο Πλανητάριο σημείωμα με τα όσα πέρασε στην Ασφάλεια. Το σημείωμα μετέφερε η παπαδιά του η οποία το είχε κρυμμένο στο μπούστο της:
«Με συνέλαβε η Αστυνομία τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1967. Με πήγαν στη Χωροφυλακή Ηρακλείου, όπου με τις πυτζάμες μου παρουσιάστηκα μπροστά σε έναν αξιωματικό ονόματι Καν..., που με ρώτησε σε τόνο αυστηρό: Παπά, τους ευλόγησες εκείνους εκεί, τους ευλόγησες με αγιασμό;. Δεν αποκρίθηκα. Ύστερα από λίγο, απαίτησε να μιλήσω. Όταν αρνήθηκα να του δώσω τα ονόματα ορισμένων προσώπων και δεν μπορούσα να του πω πράγματα για τα οποία όντως δεν γνώριζα, άρχισε να με χτυπά. Διέταξε τους άνδρες του να μου περάσουν χειροπέδες και με πήραν και με πέταξαν μέσα σ' ένα κλειστό φορτηγό. Αργότερα με οδήγησαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου με διέταξαν να στέκομαι σε στάση προσοχής βλέποντας τον τοίχο.
Έμεινα έτσι γύρω στις 30 ώρες και, όταν τους ζήτησα να μου ελευθερώσουν τα χέρια για να ουρήσω, αρνήθηκαν. (Αυτοί ήταν άνθρωποι που δεν γνώριζα – ήταν ντυμένοι με πολιτικά.). Το αποτέλεσμα ήταν ότι αναγκάστηκα να ανακουφιστώ μέσα στα ίδια μου τα ρούχα τρεις φορές. Όταν πια στο τέλος δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο στα πόδια μου από την κούραση, γονάτισα. Ο φρουρός με διέταξε να σηκωθώ, αλλά αφού δεν μπορούσα να εκτελέσω τη διαταγή του, μου έδωσε μια σπρωξιά και σωριάστηκα στο πάτωμα. Τότε, σκόπιμα ή όχι, πάτησε το αριστερό μου πόδι, ανοίγοντάς μου ένα ελαφρύ τραύμα. Ακόμη δεν κατάφερνα να σηκωθώ στα πόδια μου κι έτσι μ' έπιασε απ' τα μαλλιά και με ταρακούνησε με τόση βία, που τούφες απ' τα μαλλιά μου έμειναν στο χέρι του, ενώ εγώ, γεμάτος θλίψη, έστρεψα τα μάτια μου προς το μέρος του ψάχνοντας για συμπαράσταση και συμπόνια και εισέπραξα αντ' αυτών χυδαίες βρισιές. Την ίδια στιγμή έπιασε το κεφάλι μου και το χτύπησε στον τοίχο. Έχασα τις αισθήσεις μου.
Όταν συνήλθα αργότερα, το τύμπανο του αριστερού μου αυτιού είχε σπάσει και αιμορραγούσε. Είκοσι επτά ημέρες αργότερα μεταφέρθηκα από τα υπόγεια κρατητήρια του Ηρακλείου και της Ασφάλειας Χανίων στο Αναμορφωτήριο Χανίων. Ζήτησα ένα γιατρό που να είναι ειδικός, αλλά μόνον ο γιατρός της φυλακής μού έδωσε φάρμακα, που προφανώς δεν ήταν τα ενδεδειγμένα διότι το πύον συνέχιζε να τρέχει από το αυτί μου επί επτά μήνες. Μόνο μετά τη μεταφορά μου στο Ηράκλειο και αφού με είδε ένας ωτορινολαρυγγολόγος, άρχισε η αγωγή για τη θεραπεία του αυτιού μου.
Από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής που ανέφερα πιο πάνω κατάφερα να ανακαλύψω το όνομα του λοχία Τρ..., ο οποίος μου απηύθυνε τις φοβερότερες προσβολές, όπως: Είσαι άξιος μόνο για να σε φτύνει κανείς, αδίσταχτε σατανά, αγύρτη, δειλέ, σκύλε κ.λπ. και: Αν είχες συνείδηση, θα έπρεπε να καθαιρέσεις ο ίδιος τον εαυτό σου από παπά αμέσως. Ένας χωροφύλακας, ο Χουλάκης, με απειλούσε συνεχώς λέγοντας: Θα σε κάνω να ξεράσεις όσα ξέρεις, σκύλε. Μην προσπαθείς να παίξεις το γενναίο σε μένα. Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα τρίχα και θα σου βγάλω τα δόντια ένα ένα. Θα σου τραβήξω μια στο στομάχι, που τ' άντερά σου θα σου βγούνε από το στόμα».
Η Ιερά Σύνοδος μισοξυπνάει…
«Το Μάιο του ’73 η Ιερά Σύνοδος, αφού έλαβε γνώση του διαβήματος των φοιτητών, που ζητούσαν τη συμπαράστασή της, αποφάσισε να αναθέσει σε επιτροπή που αποτελούνταν από τον Μητροπολίτη Θήρας κ. Γαβριήλ, τον Επίσκοπο Ανδρούσης κ. Γιαννουλάτο και τον Αρχιμανδρίτη κ. Αμβρόσιο να επισκεφθεί τους κρατούμενους φοιτητές. Η τελευταία αυτή κίνηση, αλλά κυρίως η κατ’ επανάληψη όχι απλά υποστήριξη αλλά και συμμετοχή των θεολόγων φοιτητών, μεταξύ των οποίων και αρκετοί κληρικοί, στη φοιτητική έκρηξη, φανερώνει πως ο σπόρος που έσπειρε με τους αγώνες της η Χριστιανική Δημοκρατία [βλ. παρακάτω] άρχισε να καρποφορεί» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 98-99).
Αρχές Ιανουαρίου 1974 ο Νίκος Ψαρουδάκης συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στη Γυάρο. «Η φυλάκιση του Ν.Ψ. θα προκαλέσει τις συνειδήσεις. Όλο και περισσότεροι αρχίζουν και εκδηλώνονται κατά της δικτατορίας. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου θα δώσει την ευκαιρία στο Μητροπολίτη Γερμανίας κ. Ειρηναίο να καταγγείλει την πολιτικοκοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα. Ο λόγος του εκφωνήθηκε στις 23-3-74 στο Βαυαρικό ραδιόφωνο και αναμεταδόθηκε τις επόμενες μέρες από τις ελληνικές εκπομπές των ξένων σταθμών [σ.σ. παρατίθενται χαρακτηριστικά αποσπάσματα με πολύ σκληρές εκφράσεις κατά της χούντας]. Οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε ότι στη Δυτική τότε Γερμανία είχε προηγηθεί το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του ’73 δημόσια καταγγελία της δικτατορίας από τον ιερέα π. Σταμάτη Χατζηκυριάκο, ο οποίος ετέλεσε και μνημόσυνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου “υπέρ των εσχάτως σφαγιασθέντων ηρώων της ελευθερίας φοιτητών και λοιπόν” και οργάνωσε ειρηνική διαμαρτυρία “ενάντια στους αιμοσταγείς και αντίχριστους τυράννους, που αφού ληστέψανε τις ελευθερίες του Ελληνικού Λαού, τώρα τον καταδυναστεύουν και τον σκοτώνουν…”» (ό.π., σελ. 113-114).
Ο Γερμανίας Ειρηναίος, πολύ πιο γνωστός ως μητροπολίτης Κισσάμου & Σελίνου (από εδώ). Από αυτό το άρθρο πληροφορούμαστε για τη δράση του στην Κρήτη:
"Ιδρύει γηροκομεία, ορφανοτροφεία, επαγγελματικές σχολές, πνευματικά κέντρα, ιδρύματα υποτροφιών, οικοτροφεία στην Κρήτη αλλά και στην Αθήνα για τους φοιτητές των επαρχιών, ιδιωτικές τεχνικές σχολές Ηλεκτρολόγων, Μηχανολόγων, το κέντρο Αγροτικής Ανάπτυξης, μέχρι και σύγχρονα τυροκομεία. Δημιουργεί σε κεντρικές ενορίες υφαντουργεία και εργαστήρια βιοτεχνίας, κυρίως ξυλογλυπτικής και αγγειοπλαστικής. Στηρίζει τη "Βουλή της Γυναίκας". Μετά το ναυάγιο του πλοίου "Ηράκλειο" αναλαμβάνει πρόεδρος της μετοχικής εταιρίας, που προήλθε από την ιδέα της λαϊκής αποταμίευσης και τη μετουσιώνει στη σημερινή ΑΝΕΚ. Αργότερα επιφορτίζεται καθήκοντα προέδρου και σε άλλες αναπτυξιακές εταιρίες όπως η ΕΤΑΝΑΠ, η ΕΥΡΩΚΡΕΤΑ και η Εταιρεία Σελίνου. Καθιερώνει διεθνή βραβεία Ειρήνης, ενώ το 1971 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτης της Ιεράς Μητρόπολης Γερμανίας".
«Τον Μάιο του 1974 μεγάλες προσωπικότητες (Ορθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες) στέλνουν στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών επιστολή στην οποία εκφράζουν την ανησυχία τους για την εκτόπιση του Ν. Ψαρουδάκη και τον παρακαλούν να προβή σε σχετικό διάβημα προς την ελληνική κυβέρνηση για την απελευθέρωσή του. Την επιστολή μεταξύ άλλων υπογράφουν ο πρωτοπρεσβύτερος Μπόρις Μπομπρίνσκυ, καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, ο Νικόλας Λόσκυ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Παρισίων, ο Μισέλ Ευδοκίμωφ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πουατιέ, ο Ολιβιέ Κλεμάν, καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, ο Μισέλ Σολόγκομπ, αντιπρόεδρος της οργάνωσης “Σύνδεσμος”, ο Τ. Τρωϊάννος και άλλοι.
Την ίδια εποχή αποφασίζει και η Ιερά Σύνοδος να ζητήσει την απελευθέρωση των κρατουμένων της Γυάρου από τη δικτατορική κυβέρνηση. Ήταν μια απόφαση που, αν και καθυστερημένα, έγινε ευμενώς δεκτή από τους κρατούμενους που ευρίσκονταν στο νησί. “Άριστη ήταν η απήχηση από την πληροφορία που έφθασε στο Στρατόπεδο πως στην Ιερή Σύνοδο γίνηκε λόγος για κατάργηση της Γυάρου. Αν και η Εκκλησία μπορούσε πολύ περισσότερα, αυτά τα λίγα κέρδισαν τη συμπάθεια του Στρατοπέδου” (Ν. Ψαρουδάκης)» (ό.π., σελ. 116-117).
Λαϊκοί (=όχι ιερείς) ορθόδοξοι αγωνιστές
Αναφερθήκαμε ήδη στις παρεμβάσεις των φοιτητών της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Ωστόσο, ίσως ο σημαντικότερος λαϊκός αγωνιστής κατά της χούντας, από εκείνους που επικαλέστηκαν τη χριστιανική τους ιδιότητα ως θεμέλιο των αγώνων τους, ήταν οΝίκος Ψαρουδάκης (1917 – 23.10.2006). Το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του Α. Αργυρόπουλου αφορά στους αγώνες του Ψαρουδάκη και των συνεργατών του. Διαβάζουμε γι’ αυτόν:
«Ο Νίκος Ψαρουδάκης διετέλεσε Πρόεδρος του κινήματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στο Αποδούλου Αμαρίου Ρεθύμνης το 1917 από γονείς γεωργούς. Το 1936 αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Ηρακλείου και το 1937 διορίστηκε δάσκαλος. Τον ίδιο χρόνο γράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε το 1944. Στη Δημοτική Εκπαίδευση εργάσθηκε τα χρόνια 1937-1946 και από το 1947-1973 εργάσθηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Παράλληλα τα χρόνια αυτά εργάσθηκε ως δημοσιογράφος διευθυντής της εφημερίδας“Χριστιανική Δημοκρατία” από το 1953-1981.
Το 1947 εξέδωσε το “Χριστιανικό Πολιτικό Μανιφέστο” και ίδρυσε το Χριστιανικό Προοδευτικό Κόμμα, που αργότερα σταμάτησε τη δράση του. Το 1952 κυκλοφόρησε τη φιλοσοφία Χριστιανικής κοινωνικής επανάστασης και το 1953 εξέδωσε την εφημερίδα “Χριστιανική Δημοκρατία” και ίδρυσε το ομώνυμο Χριστιανοσοσιαλιστικό Κίνημα.
Για τον π. Πέτρο Γαβαλά διαβάζουμε εδώ:
Μια από αυτές τις συσκέψεις [αντιδικτατορικής δράσης] έγινε στο Άγιασμα Μυλοποτάμου Ρεθύμνης στις 28 Οκτωβρίου 1967. Το έμαθαν οι αρχές Ασφαλείας και τον συνέλαβαν λίγες μέρες μετά. Τη συνέχεια την περιγράφει ο ίδιος σε σημείωμα που παρέδωσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μέλη της Επιτροπής έφθασαν στην Αθήνα το Μάρτιο του 1969. Ο παπα-Πέτρος κατάφερε να φτάσει στην πρωτεύουσα, να ξεπεράσει τον κλοιό των πρακτόρων της Ασφάλειας και να παραδώσει στην Επιτροπή που δεχόταν καταγγελίες στο Πλανητάριο σημείωμα με τα όσα πέρασε στην Ασφάλεια. Το σημείωμα μετέφερε η παπαδιά του η οποία το είχε κρυμμένο στο μπούστο της:
«Με συνέλαβε η Αστυνομία τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Νοεμβρίου 1967. Με πήγαν στη Χωροφυλακή Ηρακλείου, όπου με τις πυτζάμες μου παρουσιάστηκα μπροστά σε έναν αξιωματικό ονόματι Καν..., που με ρώτησε σε τόνο αυστηρό: Παπά, τους ευλόγησες εκείνους εκεί, τους ευλόγησες με αγιασμό;. Δεν αποκρίθηκα. Ύστερα από λίγο, απαίτησε να μιλήσω. Όταν αρνήθηκα να του δώσω τα ονόματα ορισμένων προσώπων και δεν μπορούσα να του πω πράγματα για τα οποία όντως δεν γνώριζα, άρχισε να με χτυπά. Διέταξε τους άνδρες του να μου περάσουν χειροπέδες και με πήραν και με πέταξαν μέσα σ' ένα κλειστό φορτηγό. Αργότερα με οδήγησαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου με διέταξαν να στέκομαι σε στάση προσοχής βλέποντας τον τοίχο.
Έμεινα έτσι γύρω στις 30 ώρες και, όταν τους ζήτησα να μου ελευθερώσουν τα χέρια για να ουρήσω, αρνήθηκαν. (Αυτοί ήταν άνθρωποι που δεν γνώριζα – ήταν ντυμένοι με πολιτικά.). Το αποτέλεσμα ήταν ότι αναγκάστηκα να ανακουφιστώ μέσα στα ίδια μου τα ρούχα τρεις φορές. Όταν πια στο τέλος δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο στα πόδια μου από την κούραση, γονάτισα. Ο φρουρός με διέταξε να σηκωθώ, αλλά αφού δεν μπορούσα να εκτελέσω τη διαταγή του, μου έδωσε μια σπρωξιά και σωριάστηκα στο πάτωμα. Τότε, σκόπιμα ή όχι, πάτησε το αριστερό μου πόδι, ανοίγοντάς μου ένα ελαφρύ τραύμα. Ακόμη δεν κατάφερνα να σηκωθώ στα πόδια μου κι έτσι μ' έπιασε απ' τα μαλλιά και με ταρακούνησε με τόση βία, που τούφες απ' τα μαλλιά μου έμειναν στο χέρι του, ενώ εγώ, γεμάτος θλίψη, έστρεψα τα μάτια μου προς το μέρος του ψάχνοντας για συμπαράσταση και συμπόνια και εισέπραξα αντ' αυτών χυδαίες βρισιές. Την ίδια στιγμή έπιασε το κεφάλι μου και το χτύπησε στον τοίχο. Έχασα τις αισθήσεις μου.
Όταν συνήλθα αργότερα, το τύμπανο του αριστερού μου αυτιού είχε σπάσει και αιμορραγούσε. Είκοσι επτά ημέρες αργότερα μεταφέρθηκα από τα υπόγεια κρατητήρια του Ηρακλείου και της Ασφάλειας Χανίων στο Αναμορφωτήριο Χανίων. Ζήτησα ένα γιατρό που να είναι ειδικός, αλλά μόνον ο γιατρός της φυλακής μού έδωσε φάρμακα, που προφανώς δεν ήταν τα ενδεδειγμένα διότι το πύον συνέχιζε να τρέχει από το αυτί μου επί επτά μήνες. Μόνο μετά τη μεταφορά μου στο Ηράκλειο και αφού με είδε ένας ωτορινολαρυγγολόγος, άρχισε η αγωγή για τη θεραπεία του αυτιού μου.
Από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής που ανέφερα πιο πάνω κατάφερα να ανακαλύψω το όνομα του λοχία Τρ..., ο οποίος μου απηύθυνε τις φοβερότερες προσβολές, όπως: Είσαι άξιος μόνο για να σε φτύνει κανείς, αδίσταχτε σατανά, αγύρτη, δειλέ, σκύλε κ.λπ. και: Αν είχες συνείδηση, θα έπρεπε να καθαιρέσεις ο ίδιος τον εαυτό σου από παπά αμέσως. Ένας χωροφύλακας, ο Χουλάκης, με απειλούσε συνεχώς λέγοντας: Θα σε κάνω να ξεράσεις όσα ξέρεις, σκύλε. Μην προσπαθείς να παίξεις το γενναίο σε μένα. Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα τρίχα και θα σου βγάλω τα δόντια ένα ένα. Θα σου τραβήξω μια στο στομάχι, που τ' άντερά σου θα σου βγούνε από το στόμα».
Η Ιερά Σύνοδος μισοξυπνάει…
«Το Μάιο του ’73 η Ιερά Σύνοδος, αφού έλαβε γνώση του διαβήματος των φοιτητών, που ζητούσαν τη συμπαράστασή της, αποφάσισε να αναθέσει σε επιτροπή που αποτελούνταν από τον Μητροπολίτη Θήρας κ. Γαβριήλ, τον Επίσκοπο Ανδρούσης κ. Γιαννουλάτο και τον Αρχιμανδρίτη κ. Αμβρόσιο να επισκεφθεί τους κρατούμενους φοιτητές. Η τελευταία αυτή κίνηση, αλλά κυρίως η κατ’ επανάληψη όχι απλά υποστήριξη αλλά και συμμετοχή των θεολόγων φοιτητών, μεταξύ των οποίων και αρκετοί κληρικοί, στη φοιτητική έκρηξη, φανερώνει πως ο σπόρος που έσπειρε με τους αγώνες της η Χριστιανική Δημοκρατία [βλ. παρακάτω] άρχισε να καρποφορεί» (Αργυρόπουλος, ό.π., σελ. 98-99).
Αρχές Ιανουαρίου 1974 ο Νίκος Ψαρουδάκης συλλαμβάνεται και εκτοπίζεται στη Γυάρο. «Η φυλάκιση του Ν.Ψ. θα προκαλέσει τις συνειδήσεις. Όλο και περισσότεροι αρχίζουν και εκδηλώνονται κατά της δικτατορίας. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου θα δώσει την ευκαιρία στο Μητροπολίτη Γερμανίας κ. Ειρηναίο να καταγγείλει την πολιτικοκοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα. Ο λόγος του εκφωνήθηκε στις 23-3-74 στο Βαυαρικό ραδιόφωνο και αναμεταδόθηκε τις επόμενες μέρες από τις ελληνικές εκπομπές των ξένων σταθμών [σ.σ. παρατίθενται χαρακτηριστικά αποσπάσματα με πολύ σκληρές εκφράσεις κατά της χούντας]. Οφείλουμε επίσης να αναφέρουμε ότι στη Δυτική τότε Γερμανία είχε προηγηθεί το Νοέμβριο και Δεκέμβριο του ’73 δημόσια καταγγελία της δικτατορίας από τον ιερέα π. Σταμάτη Χατζηκυριάκο, ο οποίος ετέλεσε και μνημόσυνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου “υπέρ των εσχάτως σφαγιασθέντων ηρώων της ελευθερίας φοιτητών και λοιπόν” και οργάνωσε ειρηνική διαμαρτυρία “ενάντια στους αιμοσταγείς και αντίχριστους τυράννους, που αφού ληστέψανε τις ελευθερίες του Ελληνικού Λαού, τώρα τον καταδυναστεύουν και τον σκοτώνουν…”» (ό.π., σελ. 113-114).
Ο Γερμανίας Ειρηναίος, πολύ πιο γνωστός ως μητροπολίτης Κισσάμου & Σελίνου (από εδώ). Από αυτό το άρθρο πληροφορούμαστε για τη δράση του στην Κρήτη:
"Ιδρύει γηροκομεία, ορφανοτροφεία, επαγγελματικές σχολές, πνευματικά κέντρα, ιδρύματα υποτροφιών, οικοτροφεία στην Κρήτη αλλά και στην Αθήνα για τους φοιτητές των επαρχιών, ιδιωτικές τεχνικές σχολές Ηλεκτρολόγων, Μηχανολόγων, το κέντρο Αγροτικής Ανάπτυξης, μέχρι και σύγχρονα τυροκομεία. Δημιουργεί σε κεντρικές ενορίες υφαντουργεία και εργαστήρια βιοτεχνίας, κυρίως ξυλογλυπτικής και αγγειοπλαστικής. Στηρίζει τη "Βουλή της Γυναίκας". Μετά το ναυάγιο του πλοίου "Ηράκλειο" αναλαμβάνει πρόεδρος της μετοχικής εταιρίας, που προήλθε από την ιδέα της λαϊκής αποταμίευσης και τη μετουσιώνει στη σημερινή ΑΝΕΚ. Αργότερα επιφορτίζεται καθήκοντα προέδρου και σε άλλες αναπτυξιακές εταιρίες όπως η ΕΤΑΝΑΠ, η ΕΥΡΩΚΡΕΤΑ και η Εταιρεία Σελίνου. Καθιερώνει διεθνή βραβεία Ειρήνης, ενώ το 1971 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτης της Ιεράς Μητρόπολης Γερμανίας".
«Τον Μάιο του 1974 μεγάλες προσωπικότητες (Ορθόδοξοι, Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάντες) στέλνουν στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών επιστολή στην οποία εκφράζουν την ανησυχία τους για την εκτόπιση του Ν. Ψαρουδάκη και τον παρακαλούν να προβή σε σχετικό διάβημα προς την ελληνική κυβέρνηση για την απελευθέρωσή του. Την επιστολή μεταξύ άλλων υπογράφουν ο πρωτοπρεσβύτερος Μπόρις Μπομπρίνσκυ, καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, ο Νικόλας Λόσκυ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Παρισίων, ο Μισέλ Ευδοκίμωφ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πουατιέ, ο Ολιβιέ Κλεμάν, καθηγητής στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, ο Μισέλ Σολόγκομπ, αντιπρόεδρος της οργάνωσης “Σύνδεσμος”, ο Τ. Τρωϊάννος και άλλοι.
Την ίδια εποχή αποφασίζει και η Ιερά Σύνοδος να ζητήσει την απελευθέρωση των κρατουμένων της Γυάρου από τη δικτατορική κυβέρνηση. Ήταν μια απόφαση που, αν και καθυστερημένα, έγινε ευμενώς δεκτή από τους κρατούμενους που ευρίσκονταν στο νησί. “Άριστη ήταν η απήχηση από την πληροφορία που έφθασε στο Στρατόπεδο πως στην Ιερή Σύνοδο γίνηκε λόγος για κατάργηση της Γυάρου. Αν και η Εκκλησία μπορούσε πολύ περισσότερα, αυτά τα λίγα κέρδισαν τη συμπάθεια του Στρατοπέδου” (Ν. Ψαρουδάκης)» (ό.π., σελ. 116-117).
Λαϊκοί (=όχι ιερείς) ορθόδοξοι αγωνιστές
Αναφερθήκαμε ήδη στις παρεμβάσεις των φοιτητών της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Ωστόσο, ίσως ο σημαντικότερος λαϊκός αγωνιστής κατά της χούντας, από εκείνους που επικαλέστηκαν τη χριστιανική τους ιδιότητα ως θεμέλιο των αγώνων τους, ήταν οΝίκος Ψαρουδάκης (1917 – 23.10.2006). Το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του Α. Αργυρόπουλου αφορά στους αγώνες του Ψαρουδάκη και των συνεργατών του. Διαβάζουμε γι’ αυτόν:
«Ο Νίκος Ψαρουδάκης διετέλεσε Πρόεδρος του κινήματος της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στο Αποδούλου Αμαρίου Ρεθύμνης το 1917 από γονείς γεωργούς. Το 1936 αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Ηρακλείου και το 1937 διορίστηκε δάσκαλος. Τον ίδιο χρόνο γράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου απεφοίτησε το 1944. Στη Δημοτική Εκπαίδευση εργάσθηκε τα χρόνια 1937-1946 και από το 1947-1973 εργάσθηκε ως δικηγόρος στην Αθήνα. Παράλληλα τα χρόνια αυτά εργάσθηκε ως δημοσιογράφος διευθυντής της εφημερίδας“Χριστιανική Δημοκρατία” από το 1953-1981.
Το 1947 εξέδωσε το “Χριστιανικό Πολιτικό Μανιφέστο” και ίδρυσε το Χριστιανικό Προοδευτικό Κόμμα, που αργότερα σταμάτησε τη δράση του. Το 1952 κυκλοφόρησε τη φιλοσοφία Χριστιανικής κοινωνικής επανάστασης και το 1953 εξέδωσε την εφημερίδα “Χριστιανική Δημοκρατία” και ίδρυσε το ομώνυμο Χριστιανοσοσιαλιστικό Κίνημα.
Με τη σημαία της Χ.Δ. έλαβε μέρος σε πολλές βουλευτικές εκλογές ανεπιτυχώς. Το 1977 πρωτοστάτησε στη δημιουργία της “ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ”. Στις εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985 η Χ.Δ. συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ και εξελέγη Βουλευτής Επικρατείας.
Ο Ν. Ψαρουδάκης (από αυτό το post για τη μνήμη του)
Στη διάρκεια της επταετούς τυραννίας του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, εξαιτίας της αντιστασιακής δράσης του, διώχθηκε, καταδικάστηκε, εξορίστηκε στη Γυάρο, κι η εφημερίδα “Χριστιανική” κλείστηκε από την ΕΣΑ στις 8 Δεκεμβρίου 1973. Αλλά ο διωγμός δεν σταμάτησε με την πτώση της Χούντας. Καταδικάστηκε στη μεταπολίτευση για περιύβριση του Αρείου Πάγου, επειδή αποκάλεσε “ανθρωπάκια” τους αρεοπαγίτες, που είχαν προσκυνήσει τη Χούντα κι’ είχαν χαρακτηρίσει “στιγμιαίο” αδίκημα το Απριλιανό Πραξικόπημα! Κλείστηκε στις φυλακές Κορυδαλλού, γιατί αρνήθηκε να εξαγοράσει την ποινή του και τη χάρη που του πρόσφερε η Κυβέρνηση Καραμανλή» (ό.π., σελ. 41, 42, υποσημ. 48).
Η Χριστιανική, που μαχόταν ανοιχτά το χουντικό καθεστώς, το Νοέμβρη του 1973 έφτασε τις 100.000 φύλα.
Γύρω από το κίνημα της Χ.Δ. συσπειρώθηκαν πολλοί ευαισθητοποιημένοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Ιδιαίτερα έντονη (εκτός νόμου, όχι βίαιη όμως) δράση ανέπτυξαν τα μέλη της Τοπικής Οργάνωσης της Χ.Δ. στη Θεσσαλονίκη, στην οποία πρωτοστάτησε ο μετέπειτα υπουργός Στέλιος Παπαθεμελής. Άλλα ονόματα που καταγράφει ο Α. Αργυρόπουλος είναι του Κ. Πατμανίδη, των θεολόγων Γ. Ροδίτη, Παπαδόπουλου καιΝιάνιου, του ιερέα π. Ηλία Κοντού από την Κοζάνη κ.ά.
Βιβλίο του Γιώργου Ροδίτη (βλ. εδώ)
Είναι αρκετά αυτά;
Τι λέτε; Είναι αρκετοί αυτοί οι ορθόδοξοι επίσκοποι, ιερείς και λαϊκοί που αγωνίστηκαν κατά της δικτατορίας προτάσσοντας την πίστη τους; Φυσικά, όπως έγραψα και στην αρχή, υπάρχουν κι άλλοι. Και πάλι, είναι αρκετοί;
Μα είναι μήπως αρκετοί οι σημερινοί ορθόδοξοι χριστιανοί που αποφασίζουν στα σοβαρά κι αγωνίζονται να εφαρμόσουν την εντολή του Χριστού για ολοκληρωτική αγάπη στο Θεό και στον πλησίον; Είναι αρκετοί εκείνοι που αγωνίζονται ενάντια στα πάθη τους; Είναι αρκετοί εκείνοι που είναι έτοιμοι να συγχωρέσουν τον εχθρό τους και τον εχθρό της οικογένειάς τους και ν’ αγαπήσουν τον κάθε συνάνθρωπο χωρίς όρια;
Όχι, δεν είναι ποτέ αρκετοί. Οι πολλοί είμαστε ανθρωπάκια, συμβιβασμένα σε μια σκυφτή ζωούλα – ενώ οι άγιοί μας, ακόμη κι εκείνοι που έσκυβαν σωματικά από το βάρος της ηλικίας και της άσκησης, ήταν ασυμβίβαστοι – που όχι μόνο παραδινόμαστε στα πάθη μας χωρίς τύψεις, αλλά και κηρύσσουμε σκληρό ψυχολογικό πόλεμο σε όποιον άνθρωπο γύρω μας δούμε ν’ αγωνίζεται πνευματικά (στο παιδί μας, στο/στη σύζυγό μας, στο φίλο κι αδελφό μας)… Αυτοί είμαστε οι Πολλοί. Οι αγωνιστές ήταν και είναι πάντα λίγοι – είναι οι Λίγοι.
Εμείς λοιπόν οι Πολλοί ας κοιτάξουμε τους Λίγους, ας αναγνωρίσουμε πως εκείνοι είναι καλύτεροι από μας (πιο άξιοι, πιο γενναίοι, πιο σοφοί, πιο αληθινοί, πιο γεμάτη αγάπη) κι ας πάρουμε παράδειγμα και θάρρος απ’ αυτούς.
Κι εκείνοι που δεν είναι ή δεν αισθάνονται χριστιανοί, ας έχουν υπόψιν πως έτσι λίγοι είναι οι αληθινοί πνευματικοί αγωνιστές σε κάθε εποχή – όχι μόνο στο χριστιανισμό, όχι μόνο στην Ορθοδοξία, αλλά σε κάθε πνευματικό, πολιτικό ή κοινωνικό χώρο. Αλλά αυτοί οι Λίγοι δίνουν τη μαρτυρία και τη διαβεβαίωση της Αλήθειας και εξαιτίας τους (αλλά και στα ίχνη τους) αξίζει να προχωράμε.
Ο Θεός να αναπαύσει τους ανθρώπους που κατονομάζονται σ' αυτό το post, αλλά και όλα τα θύματα απάνθρωπων καθεστώτων (και τους θύτες) όπου Γης.
Πηγή :
Ο Ν. Ψαρουδάκης (από αυτό το post για τη μνήμη του)
Στη διάρκεια της επταετούς τυραννίας του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, εξαιτίας της αντιστασιακής δράσης του, διώχθηκε, καταδικάστηκε, εξορίστηκε στη Γυάρο, κι η εφημερίδα “Χριστιανική” κλείστηκε από την ΕΣΑ στις 8 Δεκεμβρίου 1973. Αλλά ο διωγμός δεν σταμάτησε με την πτώση της Χούντας. Καταδικάστηκε στη μεταπολίτευση για περιύβριση του Αρείου Πάγου, επειδή αποκάλεσε “ανθρωπάκια” τους αρεοπαγίτες, που είχαν προσκυνήσει τη Χούντα κι’ είχαν χαρακτηρίσει “στιγμιαίο” αδίκημα το Απριλιανό Πραξικόπημα! Κλείστηκε στις φυλακές Κορυδαλλού, γιατί αρνήθηκε να εξαγοράσει την ποινή του και τη χάρη που του πρόσφερε η Κυβέρνηση Καραμανλή» (ό.π., σελ. 41, 42, υποσημ. 48).
Η Χριστιανική, που μαχόταν ανοιχτά το χουντικό καθεστώς, το Νοέμβρη του 1973 έφτασε τις 100.000 φύλα.
Γύρω από το κίνημα της Χ.Δ. συσπειρώθηκαν πολλοί ευαισθητοποιημένοι ορθόδοξοι χριστιανοί. Ιδιαίτερα έντονη (εκτός νόμου, όχι βίαιη όμως) δράση ανέπτυξαν τα μέλη της Τοπικής Οργάνωσης της Χ.Δ. στη Θεσσαλονίκη, στην οποία πρωτοστάτησε ο μετέπειτα υπουργός Στέλιος Παπαθεμελής. Άλλα ονόματα που καταγράφει ο Α. Αργυρόπουλος είναι του Κ. Πατμανίδη, των θεολόγων Γ. Ροδίτη, Παπαδόπουλου καιΝιάνιου, του ιερέα π. Ηλία Κοντού από την Κοζάνη κ.ά.
Βιβλίο του Γιώργου Ροδίτη (βλ. εδώ)
Είναι αρκετά αυτά;
Τι λέτε; Είναι αρκετοί αυτοί οι ορθόδοξοι επίσκοποι, ιερείς και λαϊκοί που αγωνίστηκαν κατά της δικτατορίας προτάσσοντας την πίστη τους; Φυσικά, όπως έγραψα και στην αρχή, υπάρχουν κι άλλοι. Και πάλι, είναι αρκετοί;
Μα είναι μήπως αρκετοί οι σημερινοί ορθόδοξοι χριστιανοί που αποφασίζουν στα σοβαρά κι αγωνίζονται να εφαρμόσουν την εντολή του Χριστού για ολοκληρωτική αγάπη στο Θεό και στον πλησίον; Είναι αρκετοί εκείνοι που αγωνίζονται ενάντια στα πάθη τους; Είναι αρκετοί εκείνοι που είναι έτοιμοι να συγχωρέσουν τον εχθρό τους και τον εχθρό της οικογένειάς τους και ν’ αγαπήσουν τον κάθε συνάνθρωπο χωρίς όρια;
Όχι, δεν είναι ποτέ αρκετοί. Οι πολλοί είμαστε ανθρωπάκια, συμβιβασμένα σε μια σκυφτή ζωούλα – ενώ οι άγιοί μας, ακόμη κι εκείνοι που έσκυβαν σωματικά από το βάρος της ηλικίας και της άσκησης, ήταν ασυμβίβαστοι – που όχι μόνο παραδινόμαστε στα πάθη μας χωρίς τύψεις, αλλά και κηρύσσουμε σκληρό ψυχολογικό πόλεμο σε όποιον άνθρωπο γύρω μας δούμε ν’ αγωνίζεται πνευματικά (στο παιδί μας, στο/στη σύζυγό μας, στο φίλο κι αδελφό μας)… Αυτοί είμαστε οι Πολλοί. Οι αγωνιστές ήταν και είναι πάντα λίγοι – είναι οι Λίγοι.
Εμείς λοιπόν οι Πολλοί ας κοιτάξουμε τους Λίγους, ας αναγνωρίσουμε πως εκείνοι είναι καλύτεροι από μας (πιο άξιοι, πιο γενναίοι, πιο σοφοί, πιο αληθινοί, πιο γεμάτη αγάπη) κι ας πάρουμε παράδειγμα και θάρρος απ’ αυτούς.
Κι εκείνοι που δεν είναι ή δεν αισθάνονται χριστιανοί, ας έχουν υπόψιν πως έτσι λίγοι είναι οι αληθινοί πνευματικοί αγωνιστές σε κάθε εποχή – όχι μόνο στο χριστιανισμό, όχι μόνο στην Ορθοδοξία, αλλά σε κάθε πνευματικό, πολιτικό ή κοινωνικό χώρο. Αλλά αυτοί οι Λίγοι δίνουν τη μαρτυρία και τη διαβεβαίωση της Αλήθειας και εξαιτίας τους (αλλά και στα ίχνη τους) αξίζει να προχωράμε.
Ο Θεός να αναπαύσει τους ανθρώπους που κατονομάζονται σ' αυτό το post, αλλά και όλα τα θύματα απάνθρωπων καθεστώτων (και τους θύτες) όπου Γης.
Πηγή :
http://santo-rinios.blogspot.gr/2011/11/blog-post_17.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου