Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ δεν νοιαζόταν μόνο με ποιό τρόπο η Βρετανία και γενικότερα η δημοκρατική Δύση θα νικήσει τη ναζιστική Γερμανία. Ενδιαφερόταν επίσης για το αν υπάρχει εξωγήινη ζωή σε άλλους πλανήτες, όπως αποκαλύπτει ένα εντυπωσιακό ανέκδοτο και άγνωστο έως τώρα δοκίμιό του, που ήλθε στο φως και φέρει τον τίτλο «Είμαστε μόνοι στο σύμπαν;»
Εν συντομία, η απάντηση του Ουίνστον Τσώρτσιλ είναι ότι, με δεδομένη την απεραντοσύνη του σύμπαντος, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως οι άνθρωποι αποτελούν κάτι το μοναδικό, αν μη τι άλλο επειδή εγγενώς η ζωή έχει την τάση να πολλαπλασιάζεται και να επεκτείνεται.
Το 11σέλιδο δακτυλογραφημένο κείμενο, που πιθανώς προοριζόταν να δημοσιευθεί σε κάποια εφημερίδα, είχε γραφεί το 1939, όταν η Ευρώπη βρισκόταν στο χείλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έμεινε στα συρτάρια του μεγάλου βρετανικού πολιτικού, ο οποίος έκανε κάποιες αλλαγές στη δεκαετία του 1950, παρ’ όλα αυτά, δεν έμελλε ποτέ να δημοσιευθεί.
35 χρόνια το "έτρωγε" η σκόνη
Στην δεκαετία του ’80 και αφού στο μεταξύ το κείμενο είχε μείνει για χρόνια στα χέρια του εκδότη του Τσώρτσιλ, το δοκίμιο μεταφέρθηκε μαζί με πολλά άλλα γραφτά του στο Εθνικό Μουσείο Τσώρτσιλ στο Φούλτον του Μισούρι των ΗΠΑ, όπου καταχωνιάσθηκε και ξεχάσθηκε. Ώσπου, ο νέος διευθυντής του μουσείου Τίμοθι Ράϊλι, το ξέθαψε και το παρέδωσε στον ισραηλοαμερικανό αστροφυσικό και συγγραφέα εκλαϊκευτικών επιστημονικών βιβλίων Μάριο Λίβιο, ο οποίος ανέλαβε να το μελετήσει.
«Σε μια εποχή που ορισμένοι σημερινοί πολιτικοί απαξιώνουν την επιστήμη, είναι συγκινητικό να θυμόμαστε έναν ηγέτη, ο οποίος ασχολείτο με αυτήν τόσο βαθιά», δήλωσε ο Λίβιο σε σχετικό άρθρο στο περιοδικό "Nature", σε έναν υπαινιγμό που παραπέμπει (και) στον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τσώρτσιλ δείχνει ιδιαίτερα ενημερωμένος για τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του, ενώ -όπως και σε τόσα άλλα πράγματα- οι κρίσεις και προβλέψεις του σχετικά με την εξωγήινη ζωή φαίνονται ιδιαίτερα εύστοχες. Πάνω από μισό αιώνα πριν ανακαλυφθεί ο πρώτος εξωπλανήτης γύρω από κάποιο άλλο άστρο, ο Τσώρτσιλ δεν απέκλειε την πιθανότητα να υπάρχουν πλανήτες εκτός του ηλιακού μας συστήματος, ακόμη και ζωή πάνω σε αυτούς, αναπτύσσοντας προβληματισμούς παρεμφερείς με εκείνους των σημερινών αστροβιολόγων.
Ένας πρώιμος αστροβιολόγος
«Δεν είμαι τόσο επαρκώς επηρμένος για να θεωρώ ότι ο ήλιος μου είναι ο μόνος που διαθέτει μια οικογένεια πλανητών», γράφει μεταξύ άλλων. Διακινδυνεύει μάλιστα την -σωστή κατά τους σημερινούς επιστήμονες- εκτίμηση ότι ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των εξωπλανητών «θα έχουν το σωστό μέγεθος για να κρατήσουν νερό στην επιφάνειά τους και πιθανώς κάποιου είδους ατμόσφαιρα».
Ενώ θεωρεί πιθανό ότι μερικοί εξωπλανήτες «θα βρίσκονται στην δέουσα απόσταση από τον μητρικό τους ήλιο, ώστε να διαθέτουν την κατάλληλη θερμοκρασία».
Έτσι, ήδη πολλές δεκαετίες πριν, ο Τσώρτσιλ αναδεικνύει τη όντως ζωτική σημασία του νερού σε υγρή μορφή και της θερμοκρασίας σε έναν εξωπλανήτη. Άρα, την κατάλληλη απόσταση του πλανήτη από το άστρο του, ούτε πολύ κοντά (ώστε το νερό να βράζει και να εξατμίζεται στο διάστημα), ούτε πολύ μακριά (ώστε το νερό να παγώνει), δηλαδή στη λεγόμενη «φιλόξενη ζώνη», έτσι ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί κάποια μορφή ζωής. Επισημαίνει επίσης τη σημασία για ένα πλανήτη να μπορεί να κρατά την ατμόσφαιρά του.
Όπως εκτιμά ο Τσώρτσιλ, στο ηλιακό μας σύστημα ζωή μπορεί να υπάρχει μόνο στον Άρη και στην Αφροδίτη. Αλλά θεωρεί ότι είναι τόσο μεγάλες οι διαστημικές αποστάσεις, που ίσως ποτέ να μη μπορέσουμε να μάθουμε, αν όντως κάποιοι πλανήτες «φιλοξενούν ζωντανά πλάσματα, ακόμη και φυτά».
Προβλέπει πάντως, ότι «μια ημέρα, πιθανώς στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, ίσως καταστεί εφικτό να ταξιδέψουμε στο φεγγάρι, ή ακόμη στην Αφροδίτη ή στον Άρη». Από την άλλη, θεωρεί τα ταξίδια σε άλλα άστρα υπερβολικά δύσκολα, καθώς επισημαίνει ότι το κοντινότερο άστρο (Εγγύς του Κενταύρου) απέχει περίπου πέντε έτη φωτός.
Εν κατακλείδι, όπως λέει, «εγώ τουλάχιστον δεν έχω εντυπωσιασθεί τόσο πολύ από την επιτυχία του πολιτισμού μας εδώ (σ.σ. στη Γη), ώστε να φθάσω στο σημείο να σκεφθώ πως είμαστε το μόνο σημείο σε αυτό το απέραντο σύμπαν που περιέχει ζωντανά, σκεπτόμενα πλάσματα ή ότι είμαστε η υψηλότερη μορφή νοητικής και σωματικής ανάπτυξης που εμφανίσθηκε ποτέ στο απέραντο πεδίο του χώρου και του χρόνου».
Από τους Αρειανούς στους Ναζί
Το κείμενο του Τσώρτσιλ είχε γραφεί λίγο μετά τη ραδιοφωνική μετάδοση το 1938 του «Πολέμου των Κόσμων» (προσαρμογή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Χ. Τζ. Γουέλς), που είχε δημιουργήσει έναν «πυρετό» στα μέσα ενημέρωσης και στην κοινή γνώμη για τους Αρειανούς και μια πιθανή εισβολή τους.
Όμως τα επιστημονικά και τεχνολογικά ενδιαφέροντα του Τσώρτσιλ δεν περιορίζονταν στο διάστημα, αλλά εκτείνονταν από την εξέλιξη έως την πυρηνική σύντηξη. Ήδη στα 22 του, ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού στην Ινδία το 1896, είχε διαβάσει το αριστούργημα του Δαρβίνου «Για την καταγωγή των ειδών».
Στο μεσοπόλεμο καταβρόχθιζε όποια επιστημονική γνώση έπεφτε μπροστά του και δεν δίσταζε να γράφει ο ίδιος σχετικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών του προερχόταν από τις ατελείωτες συζητήσεις με τον γερμανικής καταγωγής στενό φίλο και επιστημονικό σύμβουλό του Φρέντερικ Λίντεμαν, καθηγητή φυσικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός που προσέλαβε επίσημα έναν επιστημονικό σύμβουλο, τον Λίντεμαν, στην αρχή της δεκαετίας του ’40.
Χάρη στα πολυσχιδή επιστημονικά-τεχνολογικά ενδιαφέροντα του Τσώρτσιλ, στη διάρκεια του πολέμου, η Βρετανία προχώρησε ταχέως πολλά κρίσιμα προγράμματα, όπως την ανάπτυξη του ραντάρ και της ατομικής βόμβας. Αλλά και μετά τον πόλεμο, ο Τσώρτσιλ ενίσχυσε με γενναία χρηματοδότηση την δημιουργία εργαστηρίων, τηλεσκοπίων και άλλων επιστημονικών υποδομών σε διάφορα πεδία (αστρονομία, γενετική κ.α.)
Όμως, ήταν αρκετά έξυπνος και ευαίσθητος για να παρατηρήσει κάποτε ότι «χρειαζόμαστε επιστήμονες στον κόσμο, αλλά όχι έναν κόσμο επιστημόνων», έτσι ώστε «η επιστήμη να είναι υπηρέτης και όχι κύριος του ανθρώπου». Η πρόκληση αυτή παραμένει σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ.
thetoc.gr ,15.02.17
Έτσι, ήδη πολλές δεκαετίες πριν, ο Τσώρτσιλ αναδεικνύει τη όντως ζωτική σημασία του νερού σε υγρή μορφή και της θερμοκρασίας σε έναν εξωπλανήτη. Άρα, την κατάλληλη απόσταση του πλανήτη από το άστρο του, ούτε πολύ κοντά (ώστε το νερό να βράζει και να εξατμίζεται στο διάστημα), ούτε πολύ μακριά (ώστε το νερό να παγώνει), δηλαδή στη λεγόμενη «φιλόξενη ζώνη», έτσι ώστε να μπορεί να αναπτυχθεί κάποια μορφή ζωής. Επισημαίνει επίσης τη σημασία για ένα πλανήτη να μπορεί να κρατά την ατμόσφαιρά του.
Όπως εκτιμά ο Τσώρτσιλ, στο ηλιακό μας σύστημα ζωή μπορεί να υπάρχει μόνο στον Άρη και στην Αφροδίτη. Αλλά θεωρεί ότι είναι τόσο μεγάλες οι διαστημικές αποστάσεις, που ίσως ποτέ να μη μπορέσουμε να μάθουμε, αν όντως κάποιοι πλανήτες «φιλοξενούν ζωντανά πλάσματα, ακόμη και φυτά».
Προβλέπει πάντως, ότι «μια ημέρα, πιθανώς στο όχι πολύ μακρινό μέλλον, ίσως καταστεί εφικτό να ταξιδέψουμε στο φεγγάρι, ή ακόμη στην Αφροδίτη ή στον Άρη». Από την άλλη, θεωρεί τα ταξίδια σε άλλα άστρα υπερβολικά δύσκολα, καθώς επισημαίνει ότι το κοντινότερο άστρο (Εγγύς του Κενταύρου) απέχει περίπου πέντε έτη φωτός.
Εν κατακλείδι, όπως λέει, «εγώ τουλάχιστον δεν έχω εντυπωσιασθεί τόσο πολύ από την επιτυχία του πολιτισμού μας εδώ (σ.σ. στη Γη), ώστε να φθάσω στο σημείο να σκεφθώ πως είμαστε το μόνο σημείο σε αυτό το απέραντο σύμπαν που περιέχει ζωντανά, σκεπτόμενα πλάσματα ή ότι είμαστε η υψηλότερη μορφή νοητικής και σωματικής ανάπτυξης που εμφανίσθηκε ποτέ στο απέραντο πεδίο του χώρου και του χρόνου».
Από τους Αρειανούς στους Ναζί
Το κείμενο του Τσώρτσιλ είχε γραφεί λίγο μετά τη ραδιοφωνική μετάδοση το 1938 του «Πολέμου των Κόσμων» (προσαρμογή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Χ. Τζ. Γουέλς), που είχε δημιουργήσει έναν «πυρετό» στα μέσα ενημέρωσης και στην κοινή γνώμη για τους Αρειανούς και μια πιθανή εισβολή τους.
Όμως τα επιστημονικά και τεχνολογικά ενδιαφέροντα του Τσώρτσιλ δεν περιορίζονταν στο διάστημα, αλλά εκτείνονταν από την εξέλιξη έως την πυρηνική σύντηξη. Ήδη στα 22 του, ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού στην Ινδία το 1896, είχε διαβάσει το αριστούργημα του Δαρβίνου «Για την καταγωγή των ειδών».
Στο μεσοπόλεμο καταβρόχθιζε όποια επιστημονική γνώση έπεφτε μπροστά του και δεν δίσταζε να γράφει ο ίδιος σχετικά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών του προερχόταν από τις ατελείωτες συζητήσεις με τον γερμανικής καταγωγής στενό φίλο και επιστημονικό σύμβουλό του Φρέντερικ Λίντεμαν, καθηγητή φυσικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός που προσέλαβε επίσημα έναν επιστημονικό σύμβουλο, τον Λίντεμαν, στην αρχή της δεκαετίας του ’40.
Χάρη στα πολυσχιδή επιστημονικά-τεχνολογικά ενδιαφέροντα του Τσώρτσιλ, στη διάρκεια του πολέμου, η Βρετανία προχώρησε ταχέως πολλά κρίσιμα προγράμματα, όπως την ανάπτυξη του ραντάρ και της ατομικής βόμβας. Αλλά και μετά τον πόλεμο, ο Τσώρτσιλ ενίσχυσε με γενναία χρηματοδότηση την δημιουργία εργαστηρίων, τηλεσκοπίων και άλλων επιστημονικών υποδομών σε διάφορα πεδία (αστρονομία, γενετική κ.α.)
Όμως, ήταν αρκετά έξυπνος και ευαίσθητος για να παρατηρήσει κάποτε ότι «χρειαζόμαστε επιστήμονες στον κόσμο, αλλά όχι έναν κόσμο επιστημόνων», έτσι ώστε «η επιστήμη να είναι υπηρέτης και όχι κύριος του ανθρώπου». Η πρόκληση αυτή παραμένει σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ.
thetoc.gr ,15.02.17
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου