Στην αρχή του έδιναν «ζωή στον αέρα» το πολύ για 3 μήνες.
Ο Βασίλης Τζουνάρας όμως τους διέψευσε όλους και φέτος κλείνει 11 χρόνια πίσω από το μικρόφωνο.
Κρητικά, βαριά λαϊκά, γραφικά τηλεφωνήματα στον αέρα για τη Σούπερ Λίγκα, κρητικά, ελαφριά λαϊκά, κρητικά, Σαμαράς-Τσίπρας-Τρόικα, Beyonce, κρητικά, ξανά ελαφρολαϊκά, και ξαφνικά, λίγο πριν φτάσω στο αριστερό άκρο της μπάντας, μόνο και μόνο για να ξεκινήσω εντελώς μηχανικά την αντίστροφη πορεία προς τα πίσω αναζητώντας κάτι που ξέρω εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να βρω (γιατί κάτι πρέπει να κάνεις για να περάσει η ώρα αν είσαι συνοδηγός σε ένα αμάξι που ταξιδεύει ξημερώματα από το λιμάνι της Σούγιας προς το λιμάνι των Σφακίων), πέφτω πάνω στο «Bolero» του Φοίβου Δεληβοριά και δεν το κουνάω ρούπι. Και μετά ακούγεται η «Μαίρη» του Παυλίδη, και μετά η «Αγρύπνια» του Παπακωνσταντίνου, όχι κάτι υπερβολικά ψαγμένο δηλαδή, αλλά μικρές, αλλεπάλληλες ηχητικές οάσεις σε ένα εντελώς άνυδρο ραδιοφωνικό τοπίο.
Κρητικά, βαριά λαϊκά, γραφικά τηλεφωνήματα στον αέρα για τη Σούπερ Λίγκα, κρητικά, ελαφριά λαϊκά, κρητικά, Σαμαράς-Τσίπρας-Τρόικα, Beyonce, κρητικά, ξανά ελαφρολαϊκά, και ξαφνικά, λίγο πριν φτάσω στο αριστερό άκρο της μπάντας, μόνο και μόνο για να ξεκινήσω εντελώς μηχανικά την αντίστροφη πορεία προς τα πίσω αναζητώντας κάτι που ξέρω εκ των προτέρων ότι δεν πρόκειται να βρω (γιατί κάτι πρέπει να κάνεις για να περάσει η ώρα αν είσαι συνοδηγός σε ένα αμάξι που ταξιδεύει ξημερώματα από το λιμάνι της Σούγιας προς το λιμάνι των Σφακίων), πέφτω πάνω στο «Bolero» του Φοίβου Δεληβοριά και δεν το κουνάω ρούπι. Και μετά ακούγεται η «Μαίρη» του Παυλίδη, και μετά η «Αγρύπνια» του Παπακωνσταντίνου, όχι κάτι υπερβολικά ψαγμένο δηλαδή, αλλά μικρές, αλλεπάλληλες ηχητικές οάσεις σε ένα εντελώς άνυδρο ραδιοφωνικό τοπίο.
Και μετά ένα τζιγκλάκι.
Και μετά ένα δελτίο ειδήσεων.
Και μετά απ’ όλα αυτά το μόνο που σκεφτόμουν ήταν όχι απλώς πως θα μπορούσε να είναι το στούντιο ενός ραδιοφωνικού σταθμού που βρίσκεται σε ένα νησί με «δυο χούφτες» κατοίκους, ένα νησί που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας άρα και στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, αλλά ποιος θα ήταν αρκετά «κουζουλός» για να πάει να ανοίξει έναν ραδιοφωνικό σταθμό που παίζει Δεληβοριά και Παυλίδη και Πακακωνσταντίνου σε ένα νησί με «δυο χούφτες» κατοίκους, σε ένα νησί που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας άρα και στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης.
Όταν τελικά πέρασα απέναντι, στη Γαύδο, και – με οδηγό την ψηλή κεραία που υψωνόταν στη μέση του πουθενά και φαινόταν από πολλές δεκάδες μέτρα μακριά - εντόπισα το περιβόητο στούντιο, το μόνο διακριτικό (το μόνο εκτός από την ψηλή κεραία, φυσικά) που μαρτυρούσε ότι από αυτό το «σπιτάκι που θα μπορούσε να μένει κάποιος ντόπιος» εκπέμπει στους 88,8 ο Γαύδος FM, ήταν μια μικρή ξύλινη ταμπέλα με σκαλισμένα από ανθρώπινο χέρι – τι άλλο; –
«Gavdos FM 88,8».
εν φαινόταν να βρίσκεται κάποιος μέσα στο σπίτι-στούντιο και μετά από λίγο σιγουρεύτηκα ότι όντως, δεν ήταν κανείς εκεί, γιατί το αυτοκίνητο που άκουσα να έρχεται από μακριά και τελικά, αφού για λίγα λεπτά το έβλεπα ολόκληρο και μετά έχανα το μισό γιατί έμπαινε και έβγαινε από μικρές και μεγάλες λακούβες γεμάτες με νερό της βροχής που είχε πέσει σωρηδόν μερικές ώρες νωρίτερα, πάρκαρε ακριβώς μπροστά στην εξώπορτα της αυλής, το οδηγούσε ο Βασίλης Τζουνάρας, που πριν από κάμποσα χρόνια «κουζουλάθηκε» αρκετά ώστε να πάει στη Γαύδο, να μείνει εκεί και να στήσει έναν ραδιοφωνικό σταθμό.
Δώσαμε τα χέρια, πριν του πω ποιος είμαι μου είπε (δεν ξέρω γιατί) ότι ήταν «πτώμα» γιατί όλο το πρωί περπατούσε σε ένα μονοπάτι στην άλλη άκρη του νησιού, όπου είχε δει πριν από μερικές ημέρες ένα πεσμένο κέδρο και ήθελε να τον μαζέψει, μετά του είπα ποιος είμαι και τι θέλω και αφού μου άνοιξε την πόρτα για να μπούμε στο μικρό στούντιο, ήταν η σειρά του να ξαναπάρει το λόγο. Κάπως σαν να κάνει εκπομπή.
Έκανα από παλιά ραδιόφωνο. Συνολικά σχεδόν 30 χρόνια. Και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν ήρθα εδώ, ήταν ότι ήθελα να ανοίξω ένα ραδιοφωνικό σταθμό. Μέχρι τότε δεν έπαιζε κανένας ελληνικός σταθμός, δεν υπήρχε ελληνική φωνή. Όπου κι αν ήσουν απέναντι στην Κρήτη, άκουγες μόνο αραβικά.
Το πως έγινε ήταν μια μεγάλη περιπέτεια. Αλλά έγινε, αυτό έχει σημασία.
Ερχόμουν στη Γαύδο από το 1990. Η πρώτη προσπάθεια για να γίνει ο σταθμός έγινε το 1996. Τότε βέβαια στο νησί επικρατούσε μια εντελώς πρωτόγονη κατάσταση. Δεν υπήρχε τίποτα. Κι όταν λέω τίποτα, το εννοώ. Δεν είχε ούτε καν ρεύμα παντού. Το ρεύμα ήρθε το 2006. Εγώ όμως από το 2003 εξέπεμπα, κανονικά.
Στην αρχή όλα αυτά τα μηχανήματα που βλέπεις, τα είχα στοιβαγμένα σε ένα μικρό δωματιάκι 2×2, πάνω στις κεραίες. Δεν είχα ακόμη στούντιο. Ξεκίνησα να το χτίζω το 2005. Όλα τα έκανα μόνος μου.
«Ο πειρατής της Γαύδου που νίκησε τους Άραβες», είχε γράψει μια εφημερίδα για μένα. Κατέβηκα μια μέρα στο λιμάνι και με φώναζαν όλοι πειρατή. Τους λέω «ρε σεις έχω άδειες, τι είναι αυτά που λέτε».
Εκπέμπω σχεδόν σε όλο το νότιο άξονα της Κρήτης. Και εκπέμπω ωραία, ποιοτική μουσική. Το πρόγραμμα μου δεν έχει «σουξεδάκια της εβδομάδας», όπως τα λέω. Η μουσική είναι διαλεγμένη τραγούδι-τραγούδι. Παίζω τη μουσική που αρέσει σε μένα, για να καταλάβεις.
Όταν ξεκίνησα, ειδικά απέναντι στην Κρήτη, δεν τους άρεσε καθόλου αυτό που έκανα. Περίμεναν ότι ένας σταθμός στη Γαύδο θα παίζει κρητικά όλη μέρα. Εγώ παίζω κρητικά 6 με 8 το πρωί, για τους πρωινούς που πάνε στη δουλειά τους. Και μετά παίζω απ’ όλα τα είδη της μουσικής εκτός από σκυλάδικα.
Στην αρχή οι κάτοικοι εδώ μου έδιναν ζωή το πολύ τρεις μήνες. Τους διέψευσα βέβαια. Έχω κλείσει πια τα 11 χρόνια.
Κάθε πρωί κάνω ζωντανή ενημερωτική εκπομπή, μιας και η άδεια που έχω είναι ενημερωτικού σταθμού. Έχω και δελτία ειδήσεων, καιρού, τα πάντα. Στη δική μου εκπομπή, η πρώτη ώρα έχει να κάνει με όσα γίνονται σε όλη την Ελλάδα και η δεύτερη ώρα είναι αφιερωμένη στα νέα της Κρήτης.
Θα ήθελα να έχω βοήθεια, αλλά δε γίνεται. Για ένα διάστημα πρόσφατα είχα έναν φοιτητή από τα ΤΕΙ Ρεθύμνου που έκανε την πρακτική του εδώ. Δεν ξέρω πως του την έδωσε. Με είχε πρωτοπάρει τηλέφωνο πριν από δυο χρόνια. «Μόλις τελειώσω θέλω να κάνω την πρακτική σου σε σένα», μου είχε πει. «Τρελός είσαι αγόρι μου, θέλεις να κάνεις την πρακτική σου στη Γαύδο;». Τελικά ήρθε. Μια χαρά κοπέλι ήταν. Με βοήθησε πολύ, έμαθε κι εκείνος.
Μέχρι πριν από μερικά χρόνια με στήριζαν οι κρατικές διαφημίσεις. Το 2010 κόπηκαν μαχαίρι. Η μόνη που έχω είναι από τα κρατικά λαχεία. Κι αυτή, από εκεί που ήταν 3-4χιλ το χρόνο, τώρα έχει πέσει στα 500-600 ευρώ. Τώρα, άντε να μου στείλει κάτι η περιφέρεια καμιά φορά. Και ο δήμος με στηρίζει όσο μπορεί.
Εκπέμπω και μέσα από τη σελίδα του σταθμού στο internet. Έχω και ένα «καμεράκι», πάνω στην ταράτσα, για να παίρνεις κιόλας μία ιδέα από Γαύδο, όχι τίποτα σπουδαίο, κάτι χωράφια φαίνονται, αλλά εντάξει. Ειδικά αυτοί που έρχονται στη Γαύδο, τους πιάνει νοσταλγία και θέλουν να βλέπουν, όταν είναι μακριά, έστω και κάτι από τα χωράφια του νησιού. Η Γαύδος έχει ανθρώπους που την αγαπάνε.
Εδώ θα κάτσεις, θα απολαύσεις τον ήλιο, θα περπατήσεις στα μονοπάτια που είναι πραγματικά απίθανα. Υπάρχει μια ελευθερία σε αυτό το νησί. Δεν έχει τίποτα στημένο και κοσμοπολίτικο, τίποτα κλασικό τουριστικό. Είναι βέβαια εντελώς σουρεάλ. Θέλει γερά νεύρα για να ανταπεξέλθεις.
Το καλοκαίρι λέμε πότε θα έρθει το φθινόπωρο να φύγουν οι επισκέπτες. Το χειμώνα λέμε πότε θα έρθει το καλοκαίρι να έρθουν. Όλες τις εποχές, όμως, ωραία είναι. Ο χειμώνας βέβαια έχει τη μοναξιά. Αλλά εγώ έχω τόση πολλή δουλειά που περνάει η ώρα μου. Οχτώ το πρωί είμαι εδώ μέσα. Μέχρι τις 11 ετοιμάζω το δίωρό μου. Στη 1 που τελειώνω πρέπει να απαντήσω σε διάφορα email. Στις 2 πρέπει να πάω να φάω. Κατά τις 3 γυρίζω. Άντε να κάτσω κανά μισάωρο. Μετά ψάχνω μουσική, ακούω τραγούδια, τέτοια πράγματα, μέχρι το βράδυ.
Εγώ αυτό το νησί όχι μόνο το αγάπησα, το λάτρεψα. Κάνω ό,τι μπορώ γι’ αυτό, για την ανάπτυξη του. Όταν λέω ανάπτυξη, φυσικά δεν εννοώ να χτιστούν πολυκατοικίες, αλλά κάτι να γίνει. Όλοι όσοι ζουν εδώ, από 40 μέρες τουρισμό προσπαθούν να τη βγάλουν. Και μερικά κατσίκια.
Η φυσιογνωμία του νησιού δεν κινδυνεύει. Γιατί η Γαύδος είναι σε τέτοιο σημείο που κάποιος πρέπει να είναι πολύ φευγάτος για να έρθει. Κατ’ αρχήν, πες ότι σου τη βιδώνει αύριο να έρθεις και να μείνεις εδώ. Δεν έχει ούτε ένα σπίτι να νοικιάσεις. Πρέπει να αγοράσεις γη, αν βρεις, και να χτίσεις. Το πρώτο σπίτι που έμενα ήταν το πατρικό του δημάρχου, μου είχε παραχωρήσει ένα δωμάτιο εκεί και είχα όλα τα πράγματά μου στοιβαγμένα. Και το οικόπεδο του σταθμού, μου το χάρισε ο δήμαρχος για να φτιάξω το στούντιο.
Άμα σου έλεγα τι έχω περάσει για να σταθεί αυτός ο σταθμός, θα γεμίζαμε τηλεφωνικό κατάλογο. Πάντα πίστευα ότι αν μη τι άλλο, το κράτος θα ενδιαφερόταν για ένα σταθμό εδώ πέρα, που στο φινάλε κρατάει ζωντανή την ελληνική φωνή στα σύνορα. Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα. Τίποτα. Κανένα ενδιαφέρον. Τόση παγωμάρα και τόση αδιαφορία…
Ξέρεις πόσοι κάθονται απέναντι στις παραλίες (σ.σ. της νότιας Κρήτης) ή στα καφενεία και έρχονται στη Γαύδο ειδικά για να δουν τι είναι αυτό που εκπέμπει, να δουν πως είναι δυνατόν να υπάρχει ένας σταθμός εδώ; Και μου λένε ότι στην πατρίδα τους, αν υπήρχε ένας τέτοιος σταθμός, το κράτος θα έκανε αμάν για να παραμείνει ανοιχτός.
Θα το παλέψω όσο χρειαστεί. Μπορεί να φτάσω να τρώω χόρτα κάθε μέρα, αλλά ο
φωτογραφίες: Δημήτρης Κουλελής30.04.2014
Πηγή:iefimerida.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου