Ο λόφος με το Κούγκι |
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Οδυσσέας Ελύτης, «Το άξιον εστί»
Το κάστρο της Κιάφας μοιάζει σαν ανασηκωμένο φρύδι του βουνού. Από τις επάλξεις, το βλέμμα πραγματικά απελευθερώνεται, για να πετάξει προς το φαράγγι των Πηγών του Αχέροντα, τη Γλυκή και την πεδιάδα με το Νεκρομαντείο, μέχρι την Αμμουδιά του Ιονίου. Σε αυτόν τον δωρικό και απέριττο τόπο, επαναστατούν όλα. Οι προμαχώνες που κερδίζουν μπόι και οι σκιές τους που μακραίνουν υπό το λυκόφως των ζεστών αχτίνων του ηλιοβασιλέματος. Το απίθανο τοπίο με τις πλαγιές των ορέων που ξεχύνονται δυναμικά τυλιγμένες στο σύθαμπο. Η Ράχη της Αστραπής, η οποία ξιφουλκεί με το πέπλο της ομίχλης που ξεφεύγει από το κοπάδι των πιο ψηλών σύννεφων, χαμηλώνει γοργά και την αγκαλιάζει. Η αίσθηση της Ιστορίας και κυρίως οι θρύλοι των Σουλιωτών, των επαναστατών πριν από την Επανάσταση, που είχαν σε αυτόν τον ανυπόταχτο τόπο τα σπίτια, τα πηγάδια και τις εκκλησιές τους, στα τέσσερα χωριά του οροπεδίου, το Σούλι, τη Σαμονίβα, την Κιάφα και τον Αβαρίκο. Κι όμως, το κάστρο χτίστηκε για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Για να τους υποτάξει...
Οι Σουλιώτες δεν υποτάσσονται ούτε και τώρα. Δεν δέχονταν τη χαρακτηριστική καφέ και κίτρινη πινακίδα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που έγραφε «Κάστρο Αλή Πασά». «Γιατί, του Αλή Πασά ήταν;» αναρωτιέται επιθετικά ο βοσκός που έχει το κοπάδι του στη σκιά των επάλξεων. Ε, ναι, το έχτισε ο Αλή Πασάς το 1803, μετά τον ξεριζωμό των Σουλιωτών, για να τους κλείσει τη μόνη έμβαση από τα ανατολικά στο οροπέδιό τους - το μονοπάτι ανάμεσα στα δύο πλατάνια και το πηγάδι - για να μην ξαναγυρίσουν στα δικά τους κάστρα που ήταν τα ίδια τα σπίτια τους. Ακόμη και οι εκκλησιές τους. Ο Αγιος Σπυρίδωνας στον Αβαρίκο έχει πολεμίστρες στον νάρθηκα. Ο Χριστόφορος Περραιβός γράφει στην Ιστορία Σουλίου και Πάργας: «Κανένας καμμίαν τέχνην ή πραγματείαν δεν μεταχειρίζεται παρά όλη τους η γύμνασις παιδιόθεν είναι εις τα άρματα· με αυτά τρώγουν, με αυτά κοιμούνται και μ' αυτά ξυπνούν». Ο Περραιβός ήταν σύντροφος του Ρήγα Φεραίου, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, αγωνιστής της Επανάστασης και συγγραφέας. Συνελήφθη μαζί με τον Ρήγα, αλλά γλίτωσε την εκτέλεση χάρη στην επέμβαση της Γαλλίας της οποίας ήταν υπήκοος. Επέλεξε να ζήσει μαζί με τους Σουλιώτες στα βουνά τους και στα Επτάνησα και να γράψει την ιστορία τους κυρίως με όσα ο ίδιος έζησε αλλά και άκουσε από τους γέροντες. Εκείνος παραλληλίζει τη ζωή των Σουλιωτών με εκείνη των Σπαρτιατών, λόγω του λιτού και πολεμικού χαρακτήρα της κοινωνίας τους, αλλά και των περιοίκων - των Παρασουλιωτών - τα εξήντα χωριά των οποίων είχαν υπό την κατοχή τους για να τους συντηρούν.
Λες και συνδιαλέγεται με το Κούγκι το κάστρο της Κιάφας. Τα βλέπεις και τα δύο, τον λόφο με το Κούγκι και το βουνό με το κάστρο, από το υπέροχο μπαλκόνι του Αγίου Δονάτου προς τα όρη. Από εδώ ο δρόμος πηγαίνει στη ρίζα του λόφου, όπου το μονοπάτι ανηφορίζει για την κορυφή του. Εκεί υπάρχει τώρα το καινούργιο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, στη θέση του παλιού που ανατίναξε ο ηγούμενος Σαμουήλ το 1803 μαζί με τους ανθρώπους του Αλή Πασά που ήρθαν να παραλάβουν τα πυρομαχικά των Σουλιωτών. Οι αρχηγοί των φατριών είχαν συμφωνήσει με τον μεγάλο εχθρό τους να φύγουν από την εστία τους και εκείνος κατέλαβε έρημα βουνά στις 16 Δεκεμβρίου 1803. Οι Σουλιώτες και ο θρύλος τους σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ο Αλή Πασάς τούς κυνήγησε παντού. Σώθηκαν μόνο αυτοί που κατάφεραν να μπουν στα τείχη της Πάργας και μετά να καταφύγουν στα Επτάνησα. Αλλοι αποδεκατίστηκαν στο Ζάλογγο. Το γένος Μπότσαρη κατέφυγε στη Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Σέλτου στα Αγραφα. Εκεί αποδεκατίστηκε. Από τους 1.200 σώθηκαν 50, ανάμεσά τους ο Κίτσος Μπότσαρης μαζί με τον μικρό γιο του Μάρκο. Οι Σουλιώτες γύρισαν ξανά στα βουνά τους το 1820 για να κάνουν αυτό που ήξεραν πάντα να κάνουν, να επαναστατούν στην οθωμανική εξουσία.
Ανεβαίνοντας με απίθανες στροφές και δυνατές θέες από τη Γλυκή για το οροπέδιο του Σουλίου, το προοίμιο αυτού του στεγνού τοπίου είναι πνιγμένο στα τρελά νερά. Στους Μύλους, αναβλύζουν από παντού μυριάδες μικρά ρυάκια και τρέχουν κάτω από τα πλατάνια για να ενωθούν με τον Αχέροντα. Μια εντελώς διαφορετική αίσθηση από αυτή που δημιουργεί το πλήθος των στερνών κυρίως στην αυλή του παλιού σχολείου στον οικισμό Σούλι. Την εποχή της ακμής υπήρχαν, λένε, εδώ πάνω από 400 που γέμιζαν με το νερό της βροχής. Η κάθε οικογένεια είχε τη δική της «πηγή» της ζωής. Οι στέρνες σε ακολουθούν παντού, αριστερά στον δρόμο προς τον άλλον ζωντανό οικισμό της χώρας του Σουλίου με αναπαλαιωμένα πέτρινα σπίτια, ο οποίος συνεχίζει για Κιάφα. Ευθεία ο δρόμος τραβά για τον Αγιο Δονάτο και το Κούγκι. Οδοιπορείς σε μια μεταφυσική και φορτισμένη ατμόσφαιρα που δημιουργούν η σμίξη των πλαγιών στο οροπέδιο με τις ξερολιθιές και τους μύθους που περιπλανώνται μαζί σου τελείως ελεύθεροι στην ονειρική ατμόσφαιρα...
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 22 Μαρτίου 2015, Μαστροπαύλος Νίκος Γ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου