Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Ἡ ἀλήθεια γιά τά Χριστούγεννα καί ἡ μυθοποίηση τῶν Χριστουγέννων




Τοῦ πρω­το­πρε­σβυ­τέ­ρου Γε­ωρ­γί­ου Δ. Με­ταλ­λη­νο

Μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση καί γέν­νη­σή Του ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός πραγ­μα­το­ποι­εῖ τό σκο­πό τῆς πλά­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που, τήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Θε­αν­θρώ­που στήν ἱ­στο­ρί­α. Τήν ἕ­νω­ση τοῦ κτι­στοῦ πλά­σμα­τος μέ τόν Ἄ­κτι­στο Πλά­στη.
 Ὁ σκο­πός τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως εἶ­ναι ἡ θέ­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που.
 «Ἄν­θρω­πος γί­νε­ται Θε­ός, ἵ­να Θε­όν τόν Ἀ­δάμ ἀ­περ­γά­ση­ται» (τρο­πά­ριο Χρι­στου­γέν­νων).
 «Αὐ­τός ἐ­νην­θρώ­πη­σεν, ἵ­να ἡ­μεῖς θε­ο­ποι­η­θῶ­μεν» (Μ. Ἀ­θα­νά­σιος).
  «Ἄν­θρω­πος γάρ ἐ­γέ­νε­το ὁ Θε­ός καί Θε­ός ὁ ἄν­θρω­πος» (Ἰ. Χρυ­σό­στο­μος). 
Στή λο­γι­κή ἑ­νός ἠ­θι­κι­στοῦ ὁ ὅ­ρος «θε­ο­ποι­η­θῶ­μεν», πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν Πα­τέ­ρες, ὅ­πως ὁ Μ. Ἀ­θα­νά­σιος, εἶ­ναι σκάν­δα­λο. Γι’ αὐ­τό μι­λοῦν γιά «ἠ­θι­κή θέ­ω­ση».
Δι­ό­τι φο­βοῦν­ται νά δε­χθοῦν, ὅ­τι μέ τή θέ­ω­ση με­τα­βάλ­λε­ται «κα­τά χά­ριν» αὐ­τό πού ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός εἶ­ναι «κα­τά φύ­σιν» (ἄ­κτι­στος, ἄ­ναρ­χος, ἀ­θά­να­τος). Τά Χρι­στού­γεν­να εἶ­ναι, γι’ αὐ­τό, ἄ­με­σα συν­δε­δε­μέ­να καί μέ τή Σταύ­ρω­ση καί τήν Ἀ­νά­στα­ση, ἀλ­λά καί τήν Ἀ­νά­λη­ψη καί τήν Πεν­τη­κο­στή.
 Ὁ Χρι­στός-Θε­άν­θρω­πος χα­ρά­ζει τόν δρό­μο, πού κα­λεῖ­ται νά βα­δί­σει κά­θε σω­ζό­με­νος ἄν­θρω­πος, ἑ­νού­με­νος μα­ζί Του.
 Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­σμός καί τά Χρι­στού­γεν­να ὁ­δη­γοῦν στήν Πεν­τη­κο­στή, τό γε­γο­νός τῆς θε­ώ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που ἐν Χρι­στῷ, μέ­σα δη­λα­δή στό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἄν τά Χρι­στού­γεν­να εἶ­ναι ἡ γέν­νη­ση τοῦ Θε­οῦ ὡς ἀν­θρώ­που, ἡ Πεν­τη­κο­στή εἶ­ναι ἡ τε­λεί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς Θε­οῦ κα­τά χά­ριν. Μέ τό βά­πτι­σμά μας με­τέ­χου­με στή σάρ­κω­ση, τόν θά­να­το καί τήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ζοῦ­με καί μεῖς τά «Χρι­στού­γεν­νά μας», τήν ἀ­νά-πλα­σή μας. Οἱ Ἅ­γιοι δέ, πού φθά­νουν στήν ἕ­νω­ση μέ τόν Χρι­στό, τή θέ­ω­ση, με­τέ­χουν στήν Πεν­τη­κο­στή καί φθά­νουν ἔ­τσι στήν τε­λεί­ω­ση καί ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ ἀ­να­γεν­νη­μέ­νου ἐν Χρι­στῷ ἀν­θρώ­που. Αὐ­τό ση­μαί­νει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά πραγ­μά­τω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἐκ­πλή­ρω­ση δη­λα­δή τοῦ σκο­ποῦ τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του.


Ὅ­σο κι ἄν εἶ­ναι κου­ρα­στι­κός ὁ θε­ο­λο­γι­κός λό­γος, καί μά­λι­στα στόν ἀ­μύ­η­το θε­ο­λο­γι­κά σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο, δέν ἐκ­φρά­ζει πα­ρά τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῶν Ἁ­γί­ων μας. Μέ­σα ἀ­πό αὐ­τή τήν ἐμ­πει­ρί­α καί μό­νο μπο­ροῦν νά κα­τα­νο­η­θοῦν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, δη­λα­δή Χρι­στο­κεν­τρι­κά, τά Χρι­στού­γεν­να. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ μή ἀ­να­γεν­νη­μέ­νου ἐν Χρι­στῷ ἀν­θρώ­που νά νο­η­μα­το­δο­τή­σει τά Χρι­στού­γεν­να ἔ­χει ὁ­δη­γή­σει σέ κά­ποι­ους γύ­ρω ἀ­π’ αὐ­τά μύ­θους. Οἱ ἄ­γευ­στοι τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, μή μπο­ρών­τας νά ζή­σουν τά Χρι­στού­γεν­να, μυ­θο­λο­γοῦν γι’ αὐ­τά, στά ὅ­ρια τῆς φαν­τα­σί­ας καί μυ­θο­πλα­σί­ας, χά­νον­τας τό ἀ­λη­θι­νό νό­η­μά τους. Ὅ­πως μά­λι­στα θά δοῦ­με, ὁ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμός αὐ­τός δέν συν­δέ­ε­ται πάν­το­τε μέ τήν ἄρ­νη­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου, ἀλ­λά μέ ἀ­δυ­να­μί­α βι­ώ­σε­ώς του, πού ὁ­δη­γεῖ ἀ­να­πό­φευ­κτα στήν πα­ρερ­μη­νεί­α του.


Μί­α πρώ­τη μυ­θο­λο­γι­κή ἀ­πάν­τη­ση στό ἐ­ρώ­τη­μα τῶν Χρι­στου­γέν­νων δί­νε­ται ἀ­πό τήν αἵ­ρε­ση, τή στο­χα­στι­κή καί ἀ­νέ­ρει­στη -ἀ­νεμ­πει­ρι­κή δη­λα­δή- θε­ο­λό­γη­ση. Ὁ δο­κη­τι­σμός, ἡ φο­βε­ρό­τε­ρη αἵ­ρε­ση ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων, δέ­χθη­κε κα­τά φαν­τα­σί­αν σάρ­κω­ση τοῦ Θε­οῦ Λό­γου (δο­κεῖν-φαί­νε­σθαι). Φαι­νο­με­νι­κή, δη­λα­δή, πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ στήν ἐν­δο­κο­σμι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Γιά ποι­ό λό­γο; Θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ρω­τή­σει κα­νείς. Οἱ Δο­κῆ­ται ἤ Δο­κη­ταί κά­θε ἐ­πο­χῆς δέν μπο­ροῦν νά ἀ­νε­χθοῦν, στά ὅ­ρια τῆς λο­γι­κῆς τους, τή σάρ­κω­ση καί τή γέν­νη­ση τοῦ Θε­οῦ ὡς ἀν­θρώ­που. Με­τα­βαλ­λό­με­νοι σέ αὐ­τό­κλη­τους ὑ­πε­ρα­σπι­στές τοῦ κύ­ρους τοῦ Θε­οῦ, ντρέ­πον­ται νά δε­χθοῦν κά­τι πού ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἐ­πέ­λε­ξε γιά τή σω­τη­ρί­α μας. Τόν δρό­μο τῆς μη­τρό­τη­τος. Νά γεν­νη­θεῖ δη­λα­δή ἀ­πό μιά Μάν­να, ἔ­στω καί ἄν αὐ­τή δέν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πό τό κα­θα­ρό­τε­ρο πλά­σμα ὅ­λης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας, τήν Πα­να­γί­α Παρ­θέ­νο. Ὅ­λοι αὐ­τοί μπο­ροῦν νά κα­τα­τα­χθοῦν στούς «ὑ­πε­ρά­γαν» Ὀρ­θο­δό­ξους (κα­τά τόν ἅγ. Γρη­γό­ριο τόν Θε­ο­λό­γο). Για­τί ὁ Δο­κη­τι­σμός ὁ­δή­γη­σε στόν Μο­νο­φυ­σι­τι­σμό, στήν ἄρ­νη­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Εἶ­ναι οἱ συν­τη­ρη­τι­κοί, οἱ τυ­πο­κρά­τες, οἱ εὐ­σκαν­δά­λι­στοι. Γι’ αὐ­τούς ὅ­λους εἶ­ναι σκάν­δα­λο ἡ ἀ­λή­θεια, ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα. Ἐ­νῶ ἄλ­λοι ἀ­πορ­ρί­πτουν τή θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ, αὐ­τοί ἀρ­νοῦν­ται τήν ἀν­θρω­πό­τη­τά του. Καί ὅ­μως, ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὡς Χρι­στι­α­νι­σμός στήν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τά του, εἶ­ναι ἡ «ἱ­στο­ρι­κό­τε­ρη θρη­σκεί­α», κα­τά τόν ἀ­εί­μνη­στο π. Γε­ώρ­γιο Φλω­ρόφ­σκυ. Ζεῖ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Θε­οῦ γιά τή σω­τη­ρί­α μας καί τίς δέ­χε­ται μέ τόν ρε­α­λι­σμό τῆς Θε­ο­τό­κου: «Ἰ­δού ἡ δού­λη Κυ­ρί­ου, γέ­νοι­τό μοι κα­τά τό ρῆ­μα σου» (Λουκ. Ι, 38)! «Καί ὁ Πι­λά­τος στό Σύμ­βο­λο» -λέ­γει μιά ὡ­ραί­α σερ­βι­κή πα­ροι­μί­α. Δι­ό­τι ὁ Πι­λά­τος, ὁ πιό ἄ­βου­λος ἀ­ξι­ω­μα­τοῦ­χος τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ὡς ὑ­παρ­κτό ἱ­στο­ρι­κό πρό­σω­πο, βε­βαι­ώ­νει τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Εἰς πεῖ­σμα ὅ­μως τῶν Δο­κη­τῶν ὁ Θε­ός-Λό­γος «σάρξ ἐ­γέ­νε­το –δη­λα­δή ἄν­θρω­πος- καί ἐ­σκή­νω­σεν ἐν ἡ­μῖν, καί ἐ­θε­α­σά­με­θα τήν δό­ξαν αὐ­τοῦ (τό ἄ­κτι­στο φῶς τῆς θε­ό­τη­τός Του)» (Ἰ­ω­άνν. Ι, 14). Δι­ό­τι «ἐν αὐ­τῷ κα­τοι­κεῖ πᾶν τό πλή­ρω­μα τῆς θε­ό­τη­τος σω­μα­τι­κῶς» (Κολ. 2, 9), εἶ­ναι δη­λα­δή τέ­λει­ος Θε­ός καί τέ­λει­ος Ἄν­θρω­πος.


Ἡ σάρ­κω­ση καἰ γέν­νη­ση τοῦ Θε­αν­θρώ­που εἶ­ναι σκάν­δα­λο γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη σο­φί­α, πού αὐ­το­κα­ταρ­γου­μέ­νη καί αὐ­το­α­ναι­ρου­μέ­νη σπεύ­δει νά χα­ρα­κτη­ρί­σει «μω­ρί­α» τό μυ­στή­ριο τοῦ Χρι­στοῦ, πού κο­ρυ­φώ­νε­ται στόν σταυ­ρι­κό του θά­να­το (Α΄Κορ. Ι, 23). Εἶ­ναι δυ­να­τόν ὁ Θε­ός νά φθά­σει σέ τέ­τοι­ο ὅ­ριο κε­νώ­σε­ως, ὥ­στε νά πε­θά­νει πά­νω στόν σταυ­ρό ὡς Θε­άν­θρω­πος; Αὐ­τό εἶ­ναι τό σκάν­δα­λο γιά τούς σο­φούς τοῦ κό­σμου. Γι­’­αὐ­τούς οἱ «θε­οί» τοῦ κό­σμου τού­του συ­νή­θως θυ­σιά­ζουν τούς ἀν­θρώ­πους γι’ αὐ­τούς, δέν θυ­σι­ά­ζον­ται αὐ­τοί γιά τούς ἀν­θρώ­πους. Πῶς θά δε­χθοῦν τό μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Ἀ­νι­δι­ο­τέ­λειας; «Οὕ­τως ἠ­γά­πη­σεν ὁ Θε­ός τόν κό­σμον, ὥ­στε τόν υἱ­όν αὐ­τοῦ τόν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν (θυ­σί­α­σε) … ἵ­να σω­θῆ ὁ κό­σμος δι­’­αὐ­τοῦ» (Ἰ­ω­άνν. 3, 16.17). Στά ὅ­ρια τῆς «λο­γι­κῆς» ἤ «φυ­σι­κῆς» θε­ο­λο­γή­σε­ως χά­νε­ται τε­λι­κά τό θεῖ­ο στοι­χεῖ­ο στό πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ καί μέ­νει τό ἀν­θρώ­πι­νο, πα­ρα­νο­η­μέ­νο καί αὐ­τό καί πα­ρερ­μη­νευ­μέ­νο. Δι­ό­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἱ­στο­ρι­κά ἄν­θρω­πος-Χρι­στός, ἀλ­λά Θε­άν­θρω­πος. Ἡ ἕ­νω­ση Θε­οῦ καί ἀν­θρώ­που στό Πρό­σω­πο τοῦ Θε­οῦ-Λό­γου εἶ­ναι «ἀ­σύγ­χυ­τη» μέν, ἀλ­λά καί «ἀ­δι­αί­ρε­τη». Οἱ «λο­γι­κές» ἑρ­μη­νεῖ­ες τοῦ Προ­σώ­που τοῦ Χρι­στοῦ ἀ­πο­δει­κνύ­ον­ται πα­ρά­λο­γες, δι­ό­τι ἀ­δυ­να­τοῦν νά συλ­λά­βουν μέ τή λο­γι­κή τό «ὑ­πέρ­λο­γο».


Ἡ νο­μι­κή-δι­κα­νι­κή συ­νεί­δη­ση ζεῖ κά­ι αὐ­τή στόν Χρι­στό τό σκάν­δα­λό της. Ἀ­να­ζη­τεῖ σκο­πι­μό­τη­τα κοι­νω­νι­κή στή Σάρ­κω­ση καί κα­τα­λή­γει καί αὐ­τή στόν μύ­θο, ὅ­ταν δέν αὐ­το­πα­ρα­δί­δε­ται στόν Θεῖ­ο Λό­γο. Οἱ Φράγ­κοι κα­τα­σκεύ­α­σαν, μέ­σῳ τοῦ δι­α­κε­κρι­μέ­νου σχο­λα­στι­κοῦ τους Ἀν­σέλ­μου (11ος αἰ.), τόν μύ­θο τῆς «ἱ­κα­νο­ποι­ή­σε­ως τῆς θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης». Ὁ Θε­ός –Λό­γος σαρ­κοῦ­ται, γιά νά σταυ­ρω­θεῖ-θυ­σια­σθεῖ καί δώ­σει ἔ­τσι ἱ­κα­νο­ποί­η­ση στήν προ­σβο­λή πού προ­ξέ­νη­σε στόν Θε­ό ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἁ­μαρ­τί­α! Τά κρα­τοῦν­τα τό­τε στή φραγ­κι­κή φε­ου­δαρ­χι­κή κοι­νω­νί­α προ­βάλ­λον­ται (μυ­θο­λο­γι­κά) στόν Θε­ό, πού παίρ­νει τή θέ­ση στή φραγ­κο­γερ­μα­νι­κή φαν­τα­σί­α ἑ­νός ὑ­πε­ραυ­το­κρά­το­ρος. Ἄς φω­νά­ζει ὁ Ἰ­ω­άν­νης: «οὕ­τως ΗΓΑΠΗΣΕΝ ὁ Θε­ός τόν κό­σμον, ὥ­στε τόν υἱ­όν αὐ­τοῦ τόν μο­νο­γε­νῆ ἔ­δω­κεν…» (3, 16), ἤ ὁ Παῦ­λος: «συ­νί­στη­σι δέ τήν ἑ­αυ­τοῦ ΑΓΑΠΗΝ πρός ἡ­μᾶς ὁ Θε­ός, ὅ­τι ἔ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὄν­των ἡ­μῶν, Χρι­στός ὑ­πέρ ἡ­μῶν ἀ­πέ­θα­νεν» (Ρωμ. 5,8). Ὄ­χι! «Γιά νά πά­ρει ἐκ­δί­κη­ση» καί «ζη­τών­τας ἱ­κα­νο­ποί­η­ση» θά μά­θει νά φω­νά­ζει ὁ δυ­τι­κός (ἤ δυ­τι­κο­ποι­η­μέ­νος) ἄν­θρω­πος. Ἔ­τσι πλά­σθη­κε ἕ­νας «χρι­στι­α­νι­σμός» ἄλ­λου εἴ­δους, πού δέν δι­α­φέ­ρει ἀ­πό μυ­θο­πλα­σί­α, ἀ­φοῦ προ­βάλ­λει στόν Θε­ό τή φαν­τα­σί­α καί τίς προ­λή­ψεις μας. Ἡ ἐ­κλο­γί­κευ­ση (βλ. τό β΄) καί ἡ ἐ­κνο­μί­κευ­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου τοῦ Θε­αν­θρώ­που εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος κίν­δυ­νος τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ στήν ἱ­στο­ρί­α.


Ἡ θρη­σκευ­τι­κή (τυ­πο­λα­τρι­κή) συ­νεί­δη­ση ζεῖ τό «σκάν­δα­λο» τῆς ἐ­ναν­θρω­πή­σε­ως κα­τα­φεύ­γον­τας στή θρη­σκει­ο­ποί­η­ση τῆς Πί­στε­ως. Ἐ­ξαν­τλεῖ τό νό­η­μα τῶν Χρι­στου­γέν­νων στίς τε­λε­τές καί χά­νει τόν ἀ­λη­θι­νό σκο­πό τους, πού εἶ­ναι ἡ «υἱ­ο­θε­σί­α» (θέ­ω­ση). «Ἵ­να τήν υἱ­ο­θε­σί­αν ἀ­πο­λά­βω­μεν…» (Γαλ. 4, 5). Εἶ­ναι τό σκάν­δα­λο τοῦ φα­ρι­σα­ϊ­σμοῦ, ἔ­στω καί ἄν λέ­γε­ται Χρι­στι­α­νι­σμός.


Εἶ­ναι ὅ­μως καί οἱ ἐ­χθροί τοῦ «παι­δί­ου» πού βι­ώ­νουν τό σκάν­δα­λο τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Ὁ Ἡ­ρω­δι­σμός! Οἱ κρα­τοῦν­τες ἤ μᾶλ­λον «δο­κοῦν­τες ἄρ­χειν…» (νο­μί­ζον­τες ὅ­τι κυ­βερ­νοῦν) (Μάρκ. 10,42), ὅ­πως ὁ Ἡ­ρώ­δης, βλέ­πουν στό νε­ο­γέν­νη­το Χρι­στό κά­ποι­ον ἀν­τα­γω­νι­στή καί κίν­δυ­νο τῶν συμ­φε­ρόν­των τους. Γι’ αὐ­τό «ζη­τοῦ­σι τήν ψυ­χήν τοῦ παι­δί­ου» (Ματθ. 2, 20). Πα­ρερ­μη­νεύ­ουν ἔ­τσι τόν ά­λη­θι­νό χα­ρα­κτή­ρα τῆς βα­σι­λι­κῆς ἰ­δι­ό­τη­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς ὁ­ποί­ας «οὐκ ἔ­σται τέ­λος». Ὁ Χρι­στός ὡς ΒΑΣΙΛΕΥΣ ὅ­λης τῆς κτί­σε­ως εἶ­ναι ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νός Κύ­ριός της, ὁ δη­μι­ουρ­γός καί σω­τή­ρας της καί ὄ­χι ὡς οἱ Ἡ­ρῶ­δες τοῦ κό­σμου τού­του, πού ἀ­δί­στα­κτα δο­λο­φο­νοῦν γιά νά κρα­τή­σουν τήν ἐ­ξου­σί­α τους.


Ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Θε­ο­λό­γος (36, 516) προ­σφέ­ρει δυ­να­τό­τη­τα ὀρ­θῆς προ­σεγ­γί­σε­ως τῶν Χρι­στου­γέν­νων, δη­λα­δή ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς: «Τοί­νυν ἑ­ορ­τά­σω­μεν μή πα­νη­γυ­ρι­κῶς, ἀλ­λά θε­ϊ­κῶς· μή κο­σμι­κῶς, ἀλ­λά ὑ­περ­κο­σμί­ως· μή τά ἡ­μέ­τε­ρα, ἀλ­λά τά τοῦ ἡ­με­τέ­ρου (=ὄ­χι δη­λα­δή τούς ἑ­αυ­τούς μας, ἀλ­λά τόν Χρι­στό ἄς τι­μᾶ­με…)· μᾶλ­λον δέ τά τοῦ Δε­σπό­του· μή τά τῆς ἀ­σθε­νεί­ας, ἀλ­λά τά τῆς ἰ­α­τρεί­ας· μή τά τῆς πλά­σε­ως, ἀλ­λά τά τῆς ἀ­να­πλά­σε­ως».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου