Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

«Θυάμηδες ή Τσιάμηδες»


Με αφορμή παλιότερη ανάρτηση στο Tipota3, λάβαμε από το palaioxwri.blogspot.gr το παρακάτω μακροσκελέστατο άρθρο , το το οποίο δημοσιεύουμε αυτούσιο χωρίς όμως να μπορούμε - σας το λέμε- να ελέγξουμε αυτήν την ώρα τα στοιχεία που παρατίθενται.

«Θυάμηδες ή Τσιάμηδες», ονομάζονταν οι κάτοικοι που διέμειναν γύρω από την περιοχή του ποταμού Καλαμά, που έχει τις πηγές του στο Βόρειο τμήμα της Ηπείρου, εκτείνεται Βορειοδυτικά των Ιωαννίνων και της αρχαίας "Δωδώνης" και εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος στο στενό της Κέρκυρας. Στην αρχαιότητα ο ποταμός αυτός ονομαζόταν "Θύαμις", η περιοχή γύρω από  τον ποταμό ονομαζόταν "Θυαμηρία ή Θυαμουργιά" και οι κάτοικοι που διέμειναν γύρω από τον ποταμό αυτό ονομάζονταν "Θυάμηδες". Όμως από την Ρωμαϊκή κυριαρχία και μετά (168 π.Χ), λόγω της Λατινικής γραφής, το αρχικό γράμμα «Θ» αντικαταστάθηκε από το «ΤΗ» = «ΤΣΙ» και το «Θυάμηδες» έγινε «Τσιάμηδες -Τσάμηδες» (THIAMIS = ΤΣΙΑΜΙΣ = ΤΣΙΑΜΗΔΕΣ - ΤΣΑΜΗΔΕΣ). 

Τον 17ον αιώνα μ.Χ, μετά την εγκατάσταση των Σουλιωτών στην ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή του Σουλίου και την αδυναμία των Οθωμανών να τους υποτάξουν, η υψηλή Πύλη και ο Σουλτάνος, προκειμένου να αλλοιώσουν τον Ελληνικό πληθυσμό και να μειώσουν την δύναμη των Σουλιωτών, εποίκησαν την περιοχή γύρω από τον "Θύαμι" ποταμό, με Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους και ονόμασαν ολόκληρη την περιοχή αυτή "Τσαμουριά" (από το Θυαμηριά ή Θυαμουργιά = Τσιαμουριά, με λατινική γραφή). Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου από τους Τούρκους (1912-13), παρέμειναν στην περιοχή αυτή 20.000 περίπου Τουρκαλβανοί - Μουσουλμάνοι, οι οποίοι αργότερα δημιούργησαν Σύλλογο με την ονομασία «Τσάμηδες» και διεκδικούσαν την ανεξαρτοποίηση της περιοχής της «Τσιαμουριάς» (Θυαμουργιάς), από την Βόρειο Ήπειρο μέχρι την Άρτα. Όμως η περιοχή αυτή, κατοικείται από Ελληνικά φύλα ανελλιπώς, από τους Προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα και θεωρείται κοιτίδα του Ελληνισμού, καθ’όσον όλα τα γνωστά Ελληνικά φύλα είχαν αφετηρία αυτή την περιοχή. (Θεσπρωτοί, Χάονες, Μολοσσοί, Έλλοπες, Σελλοί ή Ελλοί, Γραικοί, Αινιάνες, Αχαιοί, Αρκάδες, κ. ά). 

Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές περιπτώσεις, που είναι καταγεγραμμένες τόσο σε αρχαία Ιστορικά κείμενα, όσο και στα Επίσημα Αρχεία του Κράτους και καταδεικνύουν την αδιάλειπτο κατοίκηση της περιοχής αυτής από Ελληνικό πληθυσμό, από τους  Προϊστορικούς  χρόνους  μέχρι  σήμερα : 

Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής αυτής ήταν Πελασγοί (Ηρόδοτος Β. 56). Κατά την Μεσοελλαδική Εποχή (περί τα 1900 π.Χ περίπου), αποίκησαν την περιοχή αυτή οι"Θεσπρωτοί" (Ηρόδοτος Η. 47). Επίσης την ίδια περίοδο, μετακινήθηκε από την περιοχή της Κορυτσάς προς τα παράλια της Ηπείρου και ένα άλλο Ηπειρωτικό φύλο που αργότερα θα γίνει γνωστό με την ονομασία "Χάονες", (0 Θουκυδίδης τους ονομάζει "Ξαόνες"Ιστορία Β. 80 - 81). Οι Χάονες μαζί με τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς αποτελούσαν τις τρεις κύριες φυλές που εγκαταστάθηκαν στην Ήπειρο την αρχαία εποχή και αποτελούσαν μέρος του "Κοινού των Ηπειρωτών", έως το 170 π.Χ. Η αρχαία Θεσπρωτία (Άπειρος = Ήπειρος) καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση από τον σημερινό Νομό, άρχιζε από το Ιόνιο πέλαγος και έφθανε μέχρι την Πίνδο, στα σύνορα της αρχαίας Περραιβίας (σημερινής ορεινής Θεσσαλίας) και από τον Αμβρακικό κόλπο μέχρι τον ποταμό Θύαμι και βορειότερα. Τα τοπωνύμια τα οποία αναφέρει ο Πτολεμαίος από Βορρά προς Νότο είναι τα εξής: «...Μετά τον λιμένα της Κασσιόπης των Χαόνων, Ποσείδιον άκρον, Βουθρωτόν κόλπος, Πηλώδης λιμήν, Θύαμις ή Θυάμιος ποταμός, Τορώνη, Σύβοτα λιμήν, Αχέροντας ποταμός εκβολαί, Ελαίας λιμήν, Νικόπολις έν τω Αμπρακίω κόλπω…» (Πτολεμαίος Γ. 14). Επίσης, κατά τον Στράβωνα (Ζ. 7, 5), ηΘεσπρωτία έφθανε μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο που περιελάμβανε την Κασσωπαία (περιοχή της σημερινής Πρεβέζης). Οι Θεσπρωτοί ήταν αρχαίο Ελληνικό φύλο, συγγενικό με όλα τα αρχαία Ελληνικά φύλα της υπόλοιπης Ελλάδος. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, ο αρχηγός τους οΘεσπρωτός, ήταν γιος του Λυκάονος, ο οποίος είχε μία κόρη την Καλλιστώ και πενήντα γιους. Ορισμένα από τα ονόματα των παιδιών του Λυκάονος όπως, ο Θεσπρωτός, ο Φθίος, ο Αίμων, ο Ορχομενός, ο Μάκεδνος, ο Μαίναλος, ο Στύμφαλος, ο Κλείτωρ, ο Μαντινεύς, φθάνουν έως τις ημέρες μας από τις ονομασίες των περιοχών που είχαν τα βασίλεια τους. Επίσης, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, από την κόρη του Λυκάονα, Καλλιστώ και τον Δία, γεννήθηκε ο Αρκάς. Ο Αρκάς μαζί με τον Λυκάονα και τον γιο του Αζάν, θα εξορμήσουν από την περιοχή του Παρνασσού, που ήταν εγκαταστημένοι και θα κατακτήσουν την κεντρική Πελοπόννησο, την οποία ονόμασαν Αρκαδία. Ο Θεσπρωτός ήταν πατέρας του Άμβρακος, που έκτισε την αρχαία Αμβρακία (σημερινή Άρτα) πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας (Πολύβιος Δ.61).

Οι Θεσπρωτοί αποτελούσαν ένα είδος Ομοσπονδίας συγγενικών φύλων όπως οι Γραικοί, οιΣελλοί ή Ελλοί, οι Αινιάνες (περιοχή της Δωδώνης, της Φθιώτιδος και σύμφωνα με τον Παυσανία και της Πελοποννήσου), οι Κασσωπαίοι (περιοχή της σημερινής Πρεβέζης) και οιΠερραιβαίοι (περιοχή της Ελασσόνας). Στην ομοσπονδία αυτή είχαν προσχωρήσει και οι προέλληνες  «Δρύοπες» (περιοχή του Τυμφρηστού, που ονομάζονταν και Δρυοπικό όρος). Στην Ιλιάδα Β. 748 -750, στον κατάλογο των πλοίων που πήραν μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας αναφέρονται οι Αινιάνες και οι Περραιβοί με κοινό αρχηγό τον «Γουνέα» και στόλο 22πλοία: «...Γουνεύς δ’εκ Κύφου ήγε δύω και είκοσι νήας, τω δ’ Ενιήνες (Αινιάνες) έποντο μενεπτόλεμοι τε Περραιβοί οι περί Δωδώνην δυσχείμερον οικί’ έθεντο ...». Ο Όμηρος αναφέρει ότι οι λαοί αυτοί κατοικούσαν σε μία περιοχή κοντά στη Δωδώνη και ότι οΓουνεύς προερχόταν από την Κύφο. Οι Αινιάνες (Ενιήνες) ήταν περήφανοι για την καταγωγή τους από την Δωδώνη και ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα, ο οποίος όπως είναι γνωστό τιμούσε ιδιαίτερα τον Δωδωναίο Δία: «... Δία Βασιλιά Δωδωναίε Πελασγικέ που κάθεσαι μακριά και προστατεύεις τη Δωδώνη με το βαρύ χειμώνα, γύρω δε οι Σελλοί κατοικούν, που κοιμούνται κατά γης και έχουν άνιπτα πόδια...» (Ιλιάδα Π 233-235).

Επίσης οι Αινιάνες (Ενιήνες) καυχιόνταν, ότι ήταν από τους πρώτους που είχαν περιληφθεί ευθύς εξ’ αρχής στην Αμφικτυονική ομάδα και μάλιστα από τον ίδιο τον Αμφικτύονα, τον γιο του Δευκαλίωνος του μυθικού ιδρυτή των Αμφικτυονιών (Παυσανίας Φωκικά 10, 8, 2). Σύμφωνα με τον Παυσανία, Αινιάνες (Ενιήνες) υπήρχαν και στην Πελοπόννησο και ότι ο Γουνέας που εξουσίαζε μέρος των Δωδωναίων Αινιάνων (Ενιήνων), είχε εγκατασταθεί στο Όρθιο της Αρκαδίας και πως είχε μία κόρη που την έλεγαν Λαονόμη. Ο Παυσανίας σχολιάζοντας τις ονομασίες της Αρκαδίας συσχετίζει πολλές ονομασίες της περιοχής αυτής με ανάλογες της Περραιβίας, όπως το νερό του Φενεού που το αποκαλεί «ύδωρ εκ της Στυγός». Ο ίδιος κάνει λόγο για μία πόλη Κύφο της Αρκαδίας, που τη συσχετίζει με την Κύφο, την σημερινήΔολίχη της Ελλασσόνας. Στην Αρκαδία εντόπισε και κάποιες περιοχές με τις ονομασίεςΟρχομενός, Όρθιο και Μινύια. (Παυσανίας Η ΙΙΙ 3 , ΧV IIII , HXIV 2HXV IIII). Ο Παυσανίας αναφέρει ότι η κόρη του ΓουνέαΛαονόμη υπήρξε σύζυγος του Περσέα και μητέρα του Αλκμαίονα, από τον οποίο καταγόταν ο Αμφιτρύονας που γέννησε τον Ηρακλή και θεωρείται ο άνθρωπος που θέσπισε τους Ολυμπιακούς αγώνες. 

Για τις μετακινήσεις των Αινιάνων (Ενιήνων), ο Πλούταρχος στην "Κεφαλαίων Καταγραφή, Αίτια Ελληνικά" ΧΙΙΙ και ΧΧΥΙ αναφέρει: «... πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταστάσεις, πρώτον μεν γάρ οικούντες περί το Δώτιον πεδίον, εξέπεσον υπό Λαπιθών είς Αιθίκας, (παρά την Πίνδον οικούντας), εκείθεν της Μολοσσίας την παρά τον Αραούαν χώραν κατέσχον, όθεν ωνομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον Βασιλέα, του θεού προστάξαντος, είς την παρά τον Ίναχον χώραν κατέβηκαν κατοικουμένην υπό Ιναχέων και Αχαιών Φθιωτών…» (ο «Ίναχος» είναι σήμερα παραπόταμος του Σπερχειού (στην αρχαιότητα κατέληγε στη θάλασσα, η οποία έφθανε περίπου μέχρι το σημερινό Λειανοκλάδι) και έχει  τις κύριες πηγές του στην Οξυά. Όσον αφορά τους "Ιναχείς" που αναφέρει ο Πλούταρχος προφανώς εννοεί τους "Γραικούς" (Γραίους- Αγραίους), που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή και οι οποίοι αποτέλεσαν αργότερα με τους Σελλούς - Ελλούς - Αινιάνες, Θεσπρωτούς και άλλα συγγενικά φύλα μία Ομοσπονδία που περιφέρονταν από περιοχή σε περιοχή για την αναζήτηση των κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους).

Μετά την εγκατάσταση τους στην περιοχή αυτή οι Αινιάνες (Ενιήνες) και λόγω ότι ήταν αναγκασμένοι να μετακινούνται συνεχώς για την αναζήτηση κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους, συνενώθηκαν με τους Θεσπρωτούς και τα άλλα συγγενικά φύλα που αναφέρθηκαν παραπάνω σε μία Ομοσπονδία, ξεκαλοκαιριάζοντας στα ορεινά βοσκοτόπια και ξεχειμωνιάζοντας  στα πεδινά. Από τις πηγές του Σπερχειού στις παρυφές του Τυμφρηστού και μέσου της Νοτ. Πίνδου φθάνανε μέχρι την Δωδώνη και μέχρι τον άνω ρού του Αώου ποταμού(Αραούαν χώρα) και τα παράλια της Βορ. Ηπείρου όπου υπήρχαν ανθηρές αποικίες. Μερικές από τις γνωστές αρχαίες Ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν στα παράλια της Βορ. Ηπείρου ήταν ηΑπολλωνία, η Αμαντία, η Ωρικός, η Επίδαμνος (σημερινό Δυρράχιο), το  Άρβανον κ.ά(Θουκυδ. Στραβ. Παυσαν.) Επίσης, σύμφωνα με τον Προκόπιο (Πολ. Γοτθ. 1,15) "...Έλληνες εισίν, Ηπειρώται καλούμενοι, άχρις Επιδάμνου πόλεως, ήτις επιθαλαττία οικείται...". Οι πόλεις αυτές κατελήφθησαν αρχικά από το Φίλλιπο Ε΄ (214 π.Χ) και εν συνεχεία από τους Ρωμαίους (168 π.Χ) και έγιναν επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι «εκλατινισμένοι» - λατινόφωνοι κάτοικοι που προέρχονταν από το Άρβανον της Βορείου Ηπείρου ονομάζονταν και«Αρβανίτες». Η Άννα Κομνηνή (Αλεξιάς, 13 έκδ. Leib , τομ. 3ος σελ. 104) αναφέρεται στο Άρβανον με γεωγραφική και στρατιωτική έννοια ήτοι: «... Τας περί το Άρβανον κλεισούρας ...», «... Τας του Αρβάνου ατραπούς», «... Τω εξ Αρβάνων ορμωμένου Κομισκόρτη ...» κ.λ.π. Το  Άρβανον εκτεινόταν Β.Δ του σημερινού Δυρραχίου και η περιοχή υπαγόταν στην πολιτική και στρατιωτική δικαιοδοσία του Βυζαντίου. Οι αρχαιολογικές έρευνες που έγιναν τελευταία στις αρχαίες Ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου, έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα με αντικείμενα Ελληνικά, που είτε είχαν εισαχθεί, είτε είναι απομιμήσεις Ελληνικών έργων. Στην Απολλωνία βρέθηκε μεγάλο οχυρωματικό τείχος (6,10 πάχος, 6,50 ύψος) που κτίσθηκε τον 4ον και 3ον αιώνα π.Χ. Επίσης βρέθηκαν περίφημα μωσαϊκά με μυθολογικές σκηνές όπως του Αχιλλέα με τις Αμαζόνες κ.ά. Η τέχνη στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, συνδέεται άμεσα με την Ελληνική τέχνη, από την Προϊστορική και την Πρώϊμη Ιστορική Περίοδο, οπότε δημιουργήθηκαν οι Ελληνικές αποικίες στην περιοχή αυτή, έως την Ελληνιστική περίοδο. 

Στη Θεσπρωτία, είχε εγκατασταθεί περί το 1200 π.Χ και ένα άλλο πρωτοελληνικό φύλο οιΜολοσσοί, οι οποίοι σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις αρχαίες πηγές κατάγονταν από την Βασιλική δυναστεία του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέως και της Ανδρομάχης (χήρα του Έκτορος), που έφερε μαζί του ο Νεοπτόλεμος από την Τροία. Ο γιος του Νεοπτόλεμου και της Ανδρομάχης Μολοσσός, γεννήθηκε στη «Φθία» - Φθιώτιδα (μετά την εγκατάσταση του Νεοπτόλεμου στην πατρίδα του), αλλά καταδιώχθηκε μαζί με την μητέρα του από την νόμιμη σύζυγο του Νεοπτόλεμου Ερμιόνη. Για τον λόγο αυτό εγκαταστάθηκε με την Ανδρομάχη στην Ήπειρο, κοντά στο Μαντείο της Δωδώνης, όπου ίδρυσαν το Βασίλειο των Μολοσσών. Ο Βασιλικός οίκος των Μολοσσών, ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τον Αχιλλέα, γι’ αυτό τους αποκαλούσαν και «Αιακίδες». Το 400 - 350 π.Χ οι Μολοσσοί έγιναν το ισχυρότερο φυλετικό κράτος στην περιοχή της Ηπείρου. Κυριότεροι εχθροί τους ήταν οι Ιλλυριοί, που τους προκαλούσαν σοβαρές απώλειες, γι’ αυτό η Σπάρτη έστειλε στρατεύματα να τους ενισχύσει. Με τη βοήθεια του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας (που είχε παντρευτεί την Μολοσσή πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, μητέρα του Αλέξανδρου), οι Μολοσσοί υπέταξαν τις περιοχές της Νότιας Ηπείρου έως την Κασσώπη

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (2, 80, 6), οι Μολοσσοί κατόρθωσαν να ενοποιήσουν την Ήπειρο, στα τέλη του 5ου και του 4ου αιώνα. Χαρακτηριστική είναι η λίθινη στήλη της Δωδώνης(τιμητικό ψήφισμα του 370 π.Χ), όπου αναφέρεται επέκταση της κυριαρχίας τους σε όλη την περιοχή της Ηπείρου. Από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες κατά τους Ιστορικούς χρόνους, υπήρξαν ο Θαρύπας (423-390 π.Χ) και ο Πύρρος (318-272 π.Χ). Ο Πύρρος, γιος του Αιακίδη και της Φθίας, άνδρας υψηλής μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Σε επίγραμμα στο ιερό της Ιτωνίας Αθηνάς αναφέρεται ως Μολοσσός. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, στην Ήπειρο εδραίωσε το κράτος του, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη για 35περίπου χρόνια. Ο Πύρρος για σύντομο διάστημα έκανε την Ήπειρο το ισχυρότερο κράτος στην Ελλάδα και οι νίκες του εναντίον των Ρωμαίων ήταν εντυπωσιακές. Το κυριότερο όμως επίτευγμα του ήταν η ενοποίηση και ανάπτυξη της Ηπείρου, όπου χτίστηκαν οχυρωμένες πόλεις με ναούς και θέατρα, από την Αμαντία στο Βορρά μέχρι την Κασσώπη στο Νότο. Η Δωδώνη, η Πασσαρών, η Απολλωνία, η Αμβρακία, η Κίος, η περιοχή κοντά στο Αργυρόκαστρο, η περιοχή κοντά στις Φιλιάτες κ.λ.π, στολίστηκαν με θαυμαστά οικοδομήματα και με λάφυρα. Τα επίσημα αρχεία, καταγεγραμμένα στις πέτρες του θεάτρου στο Βουθρωτό (απέναντι από την Κέρκυρα), είναι όλα στα Ελληνικά και περιέχουν Ελληνικά ονόματα. Ανάμεσα στον Αώο ποταμό και τον κόλπο της Άρτας έχουν καταγραφεί περίπου 120 οχυρωμένες πόλεις και πολλές οχυρές θέσεις χωριών. 

Νότια του όρους Πτελεόν (όρη του Ζαλόγγου), ήταν κτισμένη η αρχαία Κασσώπη πρωτεύουσα των Κασσωπαίων (Στράβων 7, 6). Στην πόλη αυτή υπήρξε έδρα της τοπικής Αμφικτυονίας (200μέτρα ανατολικά του οικισμού, πάνω στο όρος Πτελεόν). Τον 4ον αιώνα ήταν πολιτικό και διοικητικό κέντρο του «Κοινού των Ηπειρωτών». Ο πληθυσμός της πόλης τον 4ον αιώνα υπολογίσθηκε σε 9.000 κατοίκους και τον 3ον και 2ον αιώνα σε 12.000 περίπου. Οι αριθμοί αυτοί δείχνουν ότι η πόλη αφενός ήταν πυκνοκατοικημένη, αφετέρου αποτελούσε καταφύγιο των γύρω πληθυσμών σε δύσκολους καιρούς. Η αρχαία Κασσώπη (περιοχή της σημερινής Πρεβέζης) και μετά την καταστροφή της από τους Ρωμαίους, εξακολουθούσε να κατοικείται και πολλά κτίρια ανοικοδομήθηκαν. 

Επίσης στη Θεσπρωτία βρίσκεται και ο ποταμός Αχέροντας καθώς και η Αχερουσία λίμνη. Ο Αχέροντας αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο, με βάση τον οποίο φαίνεται ότι διαμορφώθηκαν οι μετέπειτα αντιλήψεις για τις σχέσεις του Αχέροντος με τον Άδη. Ο Ηρόδοτος μνημονεύει το Νεκρομαντείο το οποίο βρισκόταν κοντά στον Αχέροντα απ’ όπου διαπορθμεύονταν οι ψυχές στον Άδη. Σε ανασκαφές που έγιναν από το 1958 έως το 1976, αποκαλύφθηκε ύπαρξη ιερού του Άδη στον Αχέροντα τουλάχιστον από τους Ελληνιστικούς χρόνους. Αναμνήσεις αυτής της περιόδου αλλά και ακριβείς λεπτομέρειες των ταφικών τύμβων, διατηρήθηκαν στα εντόπια έπη, που συνέδεαν τον Αχιλλέα με την Δωδώνη και έφερναν τον Οδυσσέα στη Θεσπρωτία και έδωσαν υλικό για τα μεταγενέστερα έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, την Θεσπρωτίδα και την Τηλεγονεία.

Το γεγονός της απουσίας μονίμων οικισμών στην Πρωτοελλαδική και Μεσοελλαδική περίοδο και η χρήση απλών αγγείων και λίθινων εργαλείων φανερώνουν την επιβίωση του νομαδικού κτηνοτροφικού τρόπου ζωής των κατοίκων, που μετακινούνταν με τα αιγοπρόβατά τους για τα θερινά και τα χειμερινά βοσκοτόπια. Όπως αποκαλύπτουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, υπήρχαν στενές επαφές με την Νότια Ελλάδα στην διάρκεια της Υστεροελλαδικής (Μυκηναϊκής Εποχής1600-1100 π.Χ). Υποστηρίζεται μάλιστα ότι οι Θεσπρωτοί ήταν αυτοί που δημιούργησαν τον ρυθμό των λεγόμενων «Μινυακών» αγγείων μεταφέροντας στον πηλό ξύλινα πρότυπα. Επίσης, την ίδια περίοδο θα επεκταθούν στην Ιθάκη, την Κεφαλληνία, την Λευκάδα, την Ακαρνανία και γενικά είχαν φιλικές σχέσεις με όλα τα Ελληνικά φύλα, με τα οποία συμμαχούσαν εναντίον των«Ταφίων πειρατών» και επέτρεπαν στους προσκυνητές που πήγαιναν στο  Μαντείο τηςΔωδώνης  να διασχίσουν την χώρα τους 

Φορείς του «Μυκηναϊκού» πολιτισμού στην περιοχή της Θεσπρωτίας, ήταν το συγγενικό Πρωτο-Ελληνικό φύλο οι Αχαιοί. Οι Αχαιοί εξαπλώθηκαν σε διάφορες περιοχές, από την Κρήτη και την Κύπρο, έως τον Εύξεινο Πόντο και την Μ. Ασία. Στη Θεσπρωτία εγκαθιδρύθηκε μία δυναστεία των Αχαιών στην πόλη Εφύρα, κοντά στον Αχέροντα και οι προσκυνητές συμβουλεύονταν το «Μαντείο των Νεκρών» που βρίσκονταν εκεί, καθώς και εκείνο του Διός στη Δωδώνη. Οι Αχαιοί ήταν αυτοί που κληροδότησαν στους Έλληνες τα ονόματα: Αχαιός,Αχελώος, Αχιλλέας, Αχέροντας, Αχερουσία, Ίναχος κ. ά. Στα έπη του Ομήρου, όλοι όσοι έλαβαν μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας αναφέρονται ως «Αχαιοί»«Έλληνες»αναφέρονται μόνο οι στρατιώτες του Αχιλλέα που κατάγονταν από την περιοχή ή πόλη Ελλάδα την καλλιγύναικα, που ευρίσκετο κάπου κοντά στις πηγές του Σπερχειού [Ιλιάδα Β. 681 - 685: «... που είχαν την Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες, που λέγονταν Μυρμιδόνες και Έλληνες και Αχαιοί και είχαν αρχηγό τον Αχιλλέα με 50 πλοία ...» ].

Επίσης, στην Ιλιάδα (Ψ. 141 - 148) υπάρχει αναφορά του μεγαλύτερου ήρωα του Τρωϊκού πολέμου του Αχιλλέα, προς το θεοποιημένο ποτάμι τον Σπερχειό, κατά την ταφή του επιστήθιου φίλου του Πάτροκλου: «... Σπερχειέ, αλλοιώς σου’ταξε ο πατέρας μου ο Πηλέας στην ποθητή πατρίδα αν γύριζα εκεί πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας μεγάλη θυσία πάνω από πενήντα βαρβάτα κριάρια, πλάϊ στους όχτους σου να σφάξω, πάνω στις πηγές σου, όπου’ ναι το Τέμενος κι ο ευωδιαστός βωμός ...». 
Δεν γνωρίζουμε βέβαια ακόμη σήμερα που ευρίσκετο το Τέμενος και ο ευωδιαστός βωμός που αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα, γνωρίζουμε όμως ότι εκεί πάνω στις πηγές του Σπερχειού, στις παρυφές του Τυμφρηστού, είχαν εγκατασταθεί οι Αινιάνες τουλάχιστον από το 1200 π.Χ.Όπως προαναφέρθηκε οι Αινιάνες, οι Γραικοί, οι Σελλοί ή Ελλοί, οι Έλλοπεςοι Δωδωναίοι, οι Κασσωπαίοι, ήταν συγγενικά φύλα και αποτελούσαν μια Ομοσπονδία μαζί με τουςΘεσπρωτούς και τους Δρύοπες που μετακινούνταν με τα αιγοπρόβατά τους, για τα θερινά και τα χειμερινά βοσκοτόπια, σε όλες τις περιοχές από την Φθιώτιδα έως και την Βόρειο Ήπειρο.

Για την σχέση των αρχαίων φύλων της Θεσπρωτίας με τους κατοίκους της Φθιώτιδας, ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος στη "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", στο Κεφάλαιο ΦΘΙΑ καιΕΛΛΗΝΕΣ αναφέρει τα εξής: «... Παρά τω Αριστοτέλει το όνομα Σελλοί ή Έλλοί το διδόμενον υπό του Ομήρου είς τους υποφήτας του εν Δωδώνη λατρευομένου Διός, μεθίσταται είς την έννοιαν φυλής Σελλών ή Ελλών, μετά τούτους δε μνημονεύεται και η φυλή των Γραικών ...». 
[ ...] Η φυλή αυτή κοιτίδα έχουσα την έν Ηπείρου παρά το Μαντείον της Δωδώνης και λαβούσα το όνομα από των υποφητών του έν Δωδώνη λατρευομένου Πελασγικού Διός, των καλουμένων Σελλών ή Ελλών. Από της Ηπειρωτικής ταύτης χώρας μετανάστευσεν άγνωστον υπό ποίας περιστάσεις, ίσως ένεκεν επιδρομής Ιλλυρικών βορειόθεν γενομένης, είς τας υπωρείας της παρακειμένης Πίνδου και διά των πυλών της οροσειράς  αυτής  εισελθούσα, εν  Φθία  εγκατεστάθη. 
[ ...] Ότι οι Έλληνες ούτοι της Φθίας είναι ομόφυλοι και ομογενείς προς τους Σελλούς ή Ελλούς της Ηπείρου, μαρτυρεί σαφώς ο Όμηρος ποιών τον Αχιλλέα, δεόμενον του Δωδωναίου Διός ως πατρίου θεού: «...Ζεύ άνα Δωδωναίε Πελασγικέ, τηλόθι ναίων Δωδώνης μεδεών δυσχειμέρου αμφί δε Σελλοί σοι ναίουσ’ υποφήται ανιπτόποδες χαμαιεύναι ...» (Ιλιάς Π 233 -235). 

Πάρα πολλοί Ιστορικοί Ερευνητές θεωρούν τους σημερινούς «Σαρακατσάνους», συνέχεια των συγγενικών φύλων, ΓραικώνΣελλών ή ΕλλώνΚασσωπαίωνΠερραιβώνΑινιάνων,Δρυόπων, που αποτελούσαν μία Ομοσπονδία μαζί με τους Θεσπρωτούς και περιφέρονταν από περιοχή σε περιοχή, για την αναζήτηση των κατάλληλων βοσκοτόπων για τα κοπάδια τους. Ο Παν. Αραβαντινός ο οποίος ασχολήθηκε με την Ιστορία των «Σαρακατσάνων» τους θεωρεί: «... λείψανα των αρχαίων νομάδων Αινιάνων και Ηπειρωτών, ως καταδεικνύεται εκ των Εθνικών αυτών χαρακτηριστικών της γλώσσης δηλαδή, των ηθών και της φυσιογνωμίας ...». Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω συγγενικών φύλων, εκτός από την γλώσσα, τα ήθη και την φυσιογνωμία, ήταν και η ενδυμασία με την Φουστανέλλα. Η εξέλιξη δηλαδή της πολεμικής ενδυμασίας του Αχιλλέα (Χαλκοχιτώνας) και της πολεμικής εξάρτησης των Ελλήνων στη μάχη Θερμοπυλών (Ελληνικοί Θώρακες), που κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας προστέθηκαν στο κάτω μέρος πτυχές, κάθε χρόνο σκλαβιάς και μία). Η ονομασία της Φουστανέλλας δεν προέρχεται από  την «φούστα» την γυναικεία, όπως νομίζουν ορισμένοι, αλλά προέρχεται από την λατινική λέξη Φούστ, που σημαίνει πολεμική ενδυμασία (Φουσάτο κ.λ.π). Φούστ’-Ελλάς = Φουστανέλλα πολεμική ενδυμασία των Ελλήνων. Ότι η Φουστανέλλα είναι η εξέλιξη της πολεμικής εξάρτησης των αρχαίων Ελλήνων και της πολεμικής ενδυμασίας του Αχιλλέα, προκύπτει και από ζωγραφιά του Αχιλλέα που βρέθηκε πάνω σε ερυθρόμαυρο αμφορέα και είναι της περιόδου περί το 440 π.Χ (Μουσείο Βατικανού). Ο ζωγράφος, ζωγράφισε τον Αχιλλέα με τον Ελληνικό Θώρακα που ήταν η πολεμική εξάρτηση των Ελλήνων εκείνη την χρονική περίοδο. [ Βλ. Φωτογραφίες: 1 & 2. Ζωγραφιά του Αχιλλέα με τον Ελληνικό Θώρακα, πάνω σε ερυθρόμορφο αμφορέα του 440 π.Χ3. Τους Ελληνικούς πολεμικούς Θώρακες, της περιόδου περί το 480 π.Χ (μάχη Θερμοπυλών) 4. ΤουςΦουστανελλοφόρους - «Ευζώνους», στην προεδρική φρουρά σήμερα].

Σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι επαναστάτες υπερήφανοι Έλληνες, όταν αδικούνταν από τους Τούρκους και ανέβαιναν στις απάτητες βουνοκορφές, ανυπότακτοι, αλύγιστοι, αδούλωτοι, ελεύθεροι, είχαν για πολεμική ενδυμασία την Φουστανέλλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Σουλιώτες, οι οποίοι ήταν απόγονοι των αρχαίων Θεσπρωτών καιΣελλών, που κατοικούσαν σ’αυτή την περιοχή. Η ονομασία της περιοχής που εγκαταστάθηκαν δεν ονομάσθηκε τυχαία "Σούλι", ήθελαν με το όνομα αυτό να θυμίζουν την αρχαία καταγωγή τους από τους Σελλούς. Οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου ήταν από την περιοχή αυτή (Παραμυθιά, Μαργαρίτη, Άρτα) και αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις περιουσίες τους, όταν οι Τούρκοι άρχισαν τον σκληρό εξισλαμισμό των κατοίκων της περιοχής, μετά το δεύτερο αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτου Τρίκκης, Διονυσίου του Φιλοσόφου το 1611.    

Οι συνολικά 47 «φάρες» (οικογένειες), κάτοικοι των 11 χωριών που περιληπτικά ήταν γνωστά ωςΣούλι, είχαν καταφύγει σ’ αυτή την ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή μη αντέχοντας την καταπίεση των Τούρκων κατακτητών. Επειδή τα προϊόντα του άγονου εδάφους της περιοχής δεν επαρκούσαν για να ζήσουν οι Σουλιώτες, υπέταξαν 70 περίπου πεδινά χωριά της Θεσπρωτίας (κυρίως από την πεδιάδα του Φαναρίου) και εισέπρατταν αυτοί τους φόρους (σε χρήμα και σε είδος), τους οποίους προηγουμένως εισέπρατταν οι Αγάδες της περιοχής. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών ονομάζονταν «Παρασουλιώτες» και με την προστασία των Σουλιωτών δεν ενοχλούνταν από τους Τούρκους, διότι είχαν αναλάβει αυτοί να τους εκπροσωπούν στις Τουρκικές αρχές. Οι μεν Σουλιώτες, κάτοικοι των 11 χωριών είχαν την Διοίκηση στην«Ομοσπονδία ή Συμπολιτεία», οι δε «Παρασουλιώτες», κάτοικοι των 70 χωριών της πεδιάδας, ήταν υποτελείς σ’αυτούς. Σε περίοδο πολέμου οι κάτοικοι των χωριών (Επταχωρίου), που ευρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού, ανέβαιναν για προστασία στα 4 ορεινά χωριά (Τετραχώρι), διότι υπήρχε καλή οχύρωση πάνω στους απότομους βράχους. Σε περίοδο ειρήνης, οιΣουλιώτες των 11 χωριών, ασχολούνταν με την είσπραξη των φόρων από τους κατοίκους των70 χωριών στο «Παρασούλι», που είχαν υπό την προστασία τους και εν συνεχεία απέδιδαν ένα μέρος απ’αυτούς στην «Πύλη». Επίσης, δεν ήταν λίγες οι φορές που εισέπρατταν φόρους για λογαριασμό τους, από τους γειτονικούς Αγάδες και Πασάδες, προκειμένου να μη λεηλατούν τις περιουσίες τους. Ήταν δηλαδή ταυτόχρονα άρχοντες και αρχόμενοι. Αυτό όμως είχε εξοργίσει τις μουσουλμανικές αρχές και επεδίωκαν με κάθε τρόπο να τους αφανίσουν. 

Το 17ον αιώνα, λόγω της αδυναμίας των Οθωμανών να υποτάξουν τους Σουλιώτες, η υψηλή«Πύλη» και ο Σουλτάνος αποφάσισαν να εποίκησουν ολόκληρη την περιοχή της Ηπείρου γύρω από τον Θύαμι (Καλαμά) ποταμό με Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους, προκειμένου νααλλοιώσουν τον Ελληνικό πληθυσμό και έτσι να μειώσουν την δύναμη των Σουλιωτών. Δημιούργησαν ξεχωριστό «Βιλαέτι» στην περιοχή αυτή της Ηπείρου, που περιελάμβανε την Παραμυθιά, τις Φιλιάτες, την Πάργα, το Μαργαρίτι, και ορισμένα χωριά του Δελβίνου. Το ξεχωριστό «Βιλαέτι» ονομάσθηκε «Τσαμουριά» και η κτηματική του περιουσία μοιράστηκε σεΦάρες Μουσουλμανικές (Ισλιάμ Πρόνιος, Μωχάμετ Νταϊλιάνης, Χασάν Τσάπαρης, Χούσου κ.ά), από τις οποίες σημαντικότερη ήταν η φάρα του Πρόνιου (Φάρα Προνιατών), η οποία υπήρξε μάστιγα της περιφέρειας. Το Νότιο μέρος της «Τσαμουριάς» και κυρίως η πεδιάδα του Φαναρίου με τα 70 χωριά που κατείχαν οι Σουλιώτες, βρίσκονταν σε συνεχείς πολέμους με τους«Προνιάτες» και τις τοπικές μουσουλμανικές αρχές (Μπέηδες και Αγάδες), καθώς και τους πασάδες των Ιωαννίνων: Χατζή Αχμέτ το 1731, του Μουσταφά πασά το 1754 και αργότερα με τον Τουρκαλβανό Αλή πασά –Τεπελενλή 1791–1792, 1802– 1803.

Αυτή η μειονότητα των Τουρκαλβανών Μουσουλμάνων Τσάμηδων (Προνιατών, Χούσηδων, Νταϊλιάνηδων, κ.ά), διεκδικούσαν αργότερα, ακόμη και σήμερα, ολόκληρη την Ήπειρο. Όμως η περιοχή αυτή, κατοικείται ανελλιπώς από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα από Ελληνικά φύλα και είναι η κοιτίδα του Ελληνισμού, καθ’όσον όλα τα γνωστά Ελληνικά φύλα είχαν αφετηρία αυτή την περιοχή. Όπως προαναφέρθηκε, στην περιοχή αυτή ευρίσκετο τοΜαντείο της Δωδώνης, ο Αχέροντας ποταμός, η Αχερουσία λίμνη, το Νεκρομαντείο και φυσικά ο Θύαμις ποταμός, που σήμερα δυστυχώς ονομάζεται Καλαμάς. Ο Θύαμις ποταμός, που έχει τις πηγές του στο Βόρειο τμήμα της Ηπείρου, εκτείνεται Βορειοδυτικά της αρχαίας Δωδώνης, διασχίζει την εύφορη πεδιάδα της Παραμυθιάς - Μαργαριτίου - Φαναρίου και εκβάλλει στο Ιόνιο Πέλαγος, ήταν ο «Πυρήνας» του Βιλαετίου της «Τσαμουριάς»

Ο Θύαμις ποταμός κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας προφέρονταν «Τσίαμις», λόγω της λατινικής γραφής, διότι το Ελληνικό (Θ) αντικαταστάθηκε με το λατινικό (ΤΗ = ΤΣΙ). Οι περί τον ποταμό κάτοικοι, ονομάζονταν ανεπίσημα «Θυάμηδες» και με την λατινική γραφή και προφορά «Τσιάμηδες Τσάμηδες» (THIAMIS = ΤΣΙΑΜΗΣ THIAMIDES = ΤΣΙΑΜΗΔΕΣ). Οι κάτοικοι αυτοί ήταν τα γνήσια αρχαία Ελληνικά φύλα που αναφέρθηκαν παραπάνω και δεν έχουν καμία σχέση με τους άλλους Τσιάμηδες τους Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους, που εποίκησαν την περιοχή αυτή κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Βέβαια οι παλαιοί - αρχαίοι κάτοικοι, μέχρι να γίνει η Διοικητική διαίρεση από τους Οθωμανούς και να ονομάσουν την περιοχή αυτή «Τσαμουριά» μόνο θεωρητικά ήταν «Θυάμηδες - Τσιάμηδες», μετά την ονομασία του νέου Βιλαετίου της Τσαμουριάς, ονομάσθηκαν «Τσιάμηδες» και με τον Νόμο. 

Για την προέλευση του ονόματος "Τσαμουριά", έχουν διατυπωθεί απόψεις που κανονικά θα έπρεπε να τις παραλείψω, διότι δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, όμως επειδή θέλω ο αναγνώστης να βγάλει μόνος του τα συμπεράσματα, τις αναφέρω ενδεικτικά. Η πρώτη άποψη θέλει η ονομασία να προέρχεται από την τουρκική λέξη "Τσιάμ" που σημαίνει πεύκο. Η δεύτερη άποψη θέλει να προέρχεται από την Τουρκική λέξη "Τσιαμούρ" που σημαίνει λάσπη - πηλό. Η τρίτη άποψη θέλει να προέρχεται από την Ελληνική λέξη "Θάμαρ" που στα Ηπειρώτικα σημαίνει "Τσιάμας" και από το "Τσιάμας" προέκυψε η "Τσαμουριά". Επίσης, υπάρχει και η άποψη του Γάλλου πρόξενου στην Αυλή του Αλή πασά, που ισχυρίζετο ότι οι "Τσιάμηδες" προέρχονται από μία φυλή Αλβανική των "Σάμεις". Όμως τέτοια φυλή ή φύλο δεν υπήρξε ποτέ ούτε στην Αλβανία, αλλά ούτε και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συνεπώς, η σωστή άποψη για την προέλευση του ονόματος, είναι αυτή που αναφέρθηκε παραπάνω. Ότι δηλαδή οι κάτοικοι που κατοικούσαν γύρω από τον "Θύαμι" ποταμό ονομάζονταν "Θυάμηδες" και με την λατινική γραφή και προφορά έγιναν "Τσιάμηδες" και από το "Τσιάμηδες" προέκυψε η "Τσαμουριά" (THIAMIS = ΤΣΙΑΜΗΣ - THIAMIDES = ΤΣΙΑΜΗΔΕΣ = ΤΣΑΜΟΥΡΙΑ). Άλλωστε και το Μεσαιωνικό όνομα της Θεσπρωτίας ήταν "Θυαμουργιά", το οποίο προερχόταν από το όνομα του τοπικού ποταμού, που στην αρχαιότητα ονομαζόταν "Θύαμις" και σήμερα  δυστυχώς  ονομάζεται "Καλαμάς". 

Η περιοχή αυτή αποτελούσε τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, με πρωτεύουσα την Άρτα. Μετά την κατάλυση του Δεσποτάτου το 1449, η περιοχή περιέρχεται στους Τούρκους, όμως ελάχιστοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν εκεί από την αρχή. Μέχρι τον 17ον αιώνα ο πληθυσμός ήταν Ελληνικός και Χριστιανικός και δεν υπήρχαν στην περιοχή Τούρκοι αλλά ούτε και Αλβανοί, συνεπώς οι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής, οι γνήσιοι «Τσιάμηδες», ήταν Έλληνες. Η Θεσπρωτία ήταν η κοιτίδα του Ελληνισμού, με όλα τα αρχαία φύλα (Γραικοί, Σελλοί ή Ελλοί, Έλλοπες, Δωδωναίοι - Αινιάνες, Κασσωπαίοι κ.ά). Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι κάτοικοι του Σουλίου, που ήταν από την περιοχή αυτή (Τζαβελαίοι, Ζερβαίοι, Δαγκλαίοι, κ.ά), έδωσαν το όνομα "Σούλι", διότι ήθελαν με το όνομα αυτό να θυμίζουν την αρχαία καταγωγή τους από τους "Σελλούς". Τον 17ον αιώνα και συγκεκριμένα μετά το δεύτερο αποτυχημένο κίνημα του Μητροπολίτη Διονυσίου του Φιλοσόφου, το 1611, οι Οθωμανοί για να επιβάλουν την απόλυτη κυριαρχία τους στην περιοχή άρχισαν ένα βίαιο και σκληρό εξισλαμισμό σε όλη την Ήπειρο και ειδικότερα στην περιοχή της Παραμυθιάς ("Παρά τον Θύαμι" = Παραθυμιά = Παραμυθιά), έκαναν την Διοικητική διαίρεση της περιοχής, προκειμένου να ελέγχουν όχι μόνο Διοικητικά, αλλά και οικονομικά την πεδιάδα της Παραμυθιάς του Μαργαριτίου και του Φαναρίου, που ήταν και είναι από τις πιο εύφορες περιοχές της Ηπείρου. Μεγάλες Τουρκικές οικογένειες έλεγχαν κατά τρόπο φεουδαρχικό την περιοχή και αρκετοί Έλληνες παλαιοί κάτοικοι εξισλαμίσθηκαν (Σπαχήδες) όχι με την βία αλλά από ατομικό συμφέρον, για να έχουν υπό δική τους κυριαρχία την περιοχή που κατοικούσαν. Αργότερα βέβαια διαμορφώθηκε, λόγω των επιγαμιών και ένας ξεχωριστός τύπος ατόμων στην περιοχή, ως προς την εμφάνιση και τον χαρακτήρα. Αυτός ο τύπος των ατόμων αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο ξεχωριστό "φύλο" στην περιοχή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά φυσιογνωμικά και πολιτιστικά. Συγκεκριμένα, ενώ οι κάτοικοι αυτοί είχαν εξισλαμισθεί διατηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα των Χριστιανών της περιοχής (σε πολλές οικογένειες ακόμη και τη γλώσσα την Ελληνική), με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον χορό "Τσάμικο", που ήταν ο Εθνικός χορός των Ελλήνων Χριστιανών όχι μόνο της περιοχής αυτής, αλλά και όλων των Κλεφτών και Αρματολών της Ελλάδος. Επίσης, διατηρούσαν την παλαιά ενδυμασία τους, την Φουστανέλλα, που ήταν η ενδυμασία των Ελλήνων Κλεφτών και Αρματολών και έχει την καταγωγή της στην πολεμική ενδυμασία του μεγαλύτερου ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Αχιλλέα (Χαλκοθώρακας) και την πολεμική ενδυμασία των Ελλήνων στις μάχες των Θερμοπυλών του Μαραθώνα, κ.ά (πολεμικοί Θώρακες). Αρκετοί Έλληνες παλαιοί κάτοικοι που δεν δέχθηκαν να εξισλαμισθούν αναγκάσθηκαν με την βία να εγκαταλείψουν την περιοχή της Τσαμουριάς και να εγκατασταθούν σε άλλες περιοχές όπως των Αγράφων, στις Παρυφές του Τυμφρηστού, στην περιοχή της Ναυπάκτου, ακόμη και στην Πελοπόννησο. Άλλοι Έλληνες Τσάμηδες όπως οι Σουλιώτες, για να ξεφύγουν από τους διωγμούς και την αλλαγή του Θρησκεύματος άφησαν τις περιουσίες τους και ίδρυσαν την Σουλιώτικη Συμπολιτεία στα απάτητα βουνά της Μουργκάνας. Οι συγκρούσεις μεταξύ των παλαιών κατοίκων της περιοχής (των γηγενών Ελλήνων Τσάμηδων) και των νέων κατοίκων - εποίκων (Τουρκαλβανών Τσάμηδων Μουσουλμάνων), καθώς και των εξισλαμισθέντων, ήταν συνεχείς. Στην περιοχή της Παραμυθιάς δέσποζε επί δύο αιώνες η φάρα του Ισλιάμ Πρόνιου (φάραΠρονιατών), οι οποίοι είχαν γίνει τύραννοι για τον τοπικό πληθυσμό και οι μάχες των Σουλιωτών με την φάρα των Προνιατών, ήταν σχεδόν καθημερινές.

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι κάτοικοι της "Τσαμουργιάς" ήταν 70.000 περίπου, από τους οποίους οι 50.000 ήταν Έλληνες Τσάμηδες - Χριστιανοί και οι υπόλοιποι 20.000 ήταν Τουρκαλβανοί Τσάμηδες - Μουσουλμάνοι. Οι Τουρκαλβανοί Τσάμηδες - Μουσουλμάνοι, είχαν πάντοτε Αλβανική εθνική συνείδηση και ήθελαν να εξαφανίσουν κάθε τι το Ελληνικό. Δημιούργησαν αρχικά Σύλλογο και αργότερα πολιτικό Κόμμα με την ονομασία "Τσάμηδες" και άρχισαν να διεκδικούν, ολόκληρη την περιοχή της αρχαίας Θεσπρωτίας (από την Δωδώνη μέχρι την Πρέβεζα και την Άρτα, περιοχή που όπως προαναφέρθηκε ήταν η "κοιτίδα" του Ελληνισμού), για την ενσωματώσουν στη μεγάλη  Αλβανία.  

Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, οι Τουρκαλβανοί Τσάμηδες τάχθηκαν με το μέρος των Τούρκων και σχημάτισαν συμμορίες, η δράση τους όμως εξουδετερώθηκε, από τον Ελληνικό στρατό και από εθελοντικά αντάρτικα σώματα Θεσπρωτών, τον Οκτώβριο του 1912. Μετά την δημιουργία του Αλβανικού κράτους, οι Τουρκαλβανοί Τσάμηδες παρέμειναν στην Ελλάδα και μετά την Μικρασιατική καταστροφή εξαιρέθηκαν καταχρηστικά από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. [Η σύμβαση α ν τ α λ λ α γ ή ς των πληθυσμών, της 30 - 1 - 1923 (Συνθήκη της Λωζάνης), ήταν υποχρεωτική για τους Έλληνες Χριστιανούς που ζούσαν στην Τουρκία και για τους Μουσουλμάνους που ζούσαν στην Ελλάδα, εκτός από τους κατοίκους της Δυτικής Θράκης και της Κωνσταντινούπολης ]. Συγκεκριμένα, ενώ είχε συσταθεί η επιτροπή για την α ν τ α λ λ α γ ή των Τουρκαλβανών Μουσουλμάνων Τσάμηδων της Θεσπρωτίας, μάλιστα η επιτροπή συνέταξε και τις καταστάσεις με το ονόματά τους, επενέβη η φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας, προς την τότε δικτατορική κυβέρνηση της Ελλάδος με τον Θεόδ. Πάγκαλο και πέτυχε την ματαίωση της ανταλλαγής των Τουρκαλβανών Τσάμηδων. Η ενέργεια αυτή σήμανε την αφετηρία σειράς προβλημάτων, που δημιουργούσε το νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας και η «προστάτις» των Αλβανών φασιστική Ιταλία, σε βάρος της Ελλάδος. 

Στις παραμονές του Ελληνοϊταλικού πολέμου (1939), όταν ο Μουσολίνι είχε ενσωματώσει την Αλβανία στο Ιταλικό κράτος, σκηνοθετούσε συνοριακά επεισόδια για να δικαιολογήσει την επίθεση που προετοίμαζε κατά της Ελλάδος. Με αφορμή την ύποπτη δολοφονία του Αλβανού Νταούτ Χότζα, εξαπολύθηκε δριμύτατη επίθεση από τον Ιταλικό τύπο, με πύρινα άρθρα εναντίον της Ελλάδος όπως: «...Ο Αλβανικός πληθυσμός ο υποταγμένος εις την Ελλάδα ευρίσκεται υπό την βαθείαν εντύπωσιν τρομερού πολιτικού εγκλήματος διαπραχθέντος εις την Ελληνοαλβανική μεθόριον. Ο μέγας Αλβανός πατριώτης Νταούτ Χότζα, γεννηθείς εις την αλύτρωτον περιοχήν της Τσαμουργιάς, εδολοφονήθη αγρίως επί Αλβανικού εδάφους πλησίον των συνόρων. Εγνώσθη αργότερον ότι οι δολοφόνοι ήσαν Έλληνες πράκτορες. Ο πληθυσμός της Τσαμουργιάς είναι σήμερον ολιγώτερον παρά άλλοτε διατεθειμένος να υποχωρήσει εις τας Ελληνικάς πιέσεις. Αν η αγάπη προς την Αλβανική πατρίδα ήρκεσε δια να τροφοδοτήση την πίστην της Τσαμουργιάς εις εποχάς αι οποίαι ήσαν τόσο σκοτειναί δια την τύχην της Αλβανίας, σήμερον οι Αλβανοί της Τσαμουργιάς θα εύρουν εις τα ανανεωθέντα πεπρωμένα της μητρός πατρίδος των ακόμη ισχυρότερον λόγον δια να ελπίζουν…».

Μετά την Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδος και την ολιγοήμερη διείσδυση Ιταλικών δυνάμεων σε τμήμα της Θεσπρωτίας, οι Τουρκαλβανοί Τσάμηδες τάχθηκαν στο πλευρό των εισβολέων και στράφηκαν εναντίον του αμάχου Ελληνικού πληθυσμού. Μετά την Ελληνική αντεπίθεση και την υποχώρηση των Ιταλών, έφυγαν προς την Αλβανία και επανήλθαν μετά την συνθηκολόγηση του Γ. Τσολάκογλου και την κατοχή της Ελλάδος από τις δυνάμεις των Γερμανικών στρατευμάτων. Στη διάρκεια της Ιταλογερμανικής κατοχής, οι Τουρκαλβανοί Τσάμηδες, συνεργάσθηκαν με τα στρατεύματα κατοχής και κατέλυσαν τις Ελληνικές αρχές. Οργάνωσαν μονάδες τρομοκρατικής δράσης και ευθύνονται όχι μόνο για την εκτέλεση των 49προκρίτων της Παραμυθιάς και του Νομάρχη Βασιλάκου, αλλά για πάνω από 800 άτομα, καθώς και για την πυρπόληση 519 κατοικιών. Ο Ναπολέων Ζέρβας, απόγονος της Σουλιώτικης οικογένειας των Ζερβαίων, με τις αντιστασιακές ομάδες του Ε.Δ.Ε.Σ, έδωσαν σκληρές μάχες με τα Ιταλο-Γερμανικά στρατεύματα κατοχής και τους συνεργάτες τους Τουρκαλβανούς Τσάμηδες, με πάρα πολλούς νεκρούς. Μετά την μάχη της Μενίνας (17 - 18 Αυγούστου 1944), όσοι Τουρκαλβανοί Τσάμηδες είχαν παραμείνει στην περιοχή της Θεσπρωτίας, αναγκάσθηκαν μόνοι τους να εγκαταλείψουν την περιοχή από τον φόβο αντιποίνων, λόγω των μεγάλων εγκλημάτων που είχαν διαπράξει, σε βάρος των Ελλήνων Χριστιανών, κατά την διάρκεια της Ιταλογερμανικής κατοχής. Οι Τουρκαλβανοί Τσάμηδες, που σήμερα βρίσκονται στην Αλβανία, εξακολουθούν να διεκδικούν την περιοχή της «Τσαμουριάς» και όταν τους δίδεται η ευκαιρία δημιουργούν προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών Ελλάδος και Αλβανίας.

Η περίπτωση των Τουρκαλβανών Τσάμηδων της «Τσαμουριάς», είναι όμοια με την περίπτωση των Σκοπιανών.  Δηλαδή όπως οι Σκοπιανοί, ενώ δεν έχουν καμία φυλετική σχέση με τους αρχαίους Μακεδόνες, διεκδικούν το όνομα και τα εδάφη της αρχαίας Μακεδονίας, έτσι και οι Τουρκαλβανοί Τσάμηδες, ενώ δεν έχουν καμία σχέση με τα αρχαία Ελληνικά φύλα που κατοικούσαν γύρω από τον Θύαμι ποταμό και ήταν οι πραγματικοί «Θυάμηδες» (Thiamides = «Τσιάμηδες ή Τσάμηδες») και τους οποίους ανέφερα εκτενώς παραπάνω, διεκδικούν την περιοχή της Θεσπρωτίας, που είναι από την αρχαιότητα η κοιτίδα του Ελληνισμού. 

Σήμερα βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο Βόρειο τμήμα της αρχαίας Θεσπρωτίας (Βόρ. Ήπειρο), πάνω από 500.000 Έλληνες γηγενείς, που είναι απόγονοι των αρχαίων Θεσπρωτών, τωνΣελλών ή Ελλών, των Γραικών και των άλλων αρχαίων Ελληνικών φύλων που αναφέρθηκαν παραπάνω και είναι κατ’ ανάγκη Αλβανοί πολίτες. Οι πόλεις Δέλβινο, Χειμάρρα, Άγιοι Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή, Κορυτσά, Αργυρόκαστρο και άλλες μικρότερες πόλεις και χωριά, κατοικούνται στο μεγαλύτερο μέρος τους από Ελληνικό πληθυσμό, αλλά δυστυχώς έτσι αποφάσισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις !!! 

Στις αρχές του 1913 ο Ελληνικός Στρατός, αφού απελευθέρωσε τα Ιωάννινα, προελαύνοντας προς Βορρά κατέλαβε στις 16 Μαρτίου 1913 το Αργυρόκαστρο, το Τεπελένι, την Κορυτσά και άλλες περιοχές της Βορείου Ηπείρου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις όμως είχαν αναλάβει τη ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας με την Ελλάδα και όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τις δύο χώρες. Έτσι σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας της 17ης Δεκεμβρίου 1913, οι πόλεις Δέλβινο, Χειμάρρα, Άγιοι Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή, Κορυτσά και Αργυρόκαστρο θα εντάσσονταν στην Αλβανία και η Ελλάδα θα έπαιρνε τα νησιά του Αιγαίου. Η Ελλάδα υπέγραψε την Συνθήκη προκειμένου να εξασφαλίσει την αναγνώριση της κυριαρχίας της πάνω στα νησιά του Αιγαίου. Συγκεκριμένα, οι Μεγάλες Δυνάμεις απηύθυναν στην Ελλάδα Υπόμνημα με τα νησιά του Αιγαίου, εκτός από την Τένεδο, την Ίμβρο και το Καστελόριζο και τους ζητούσαν να επιλέξουν. Οι Έλληνες στην απάντησή τους, αφού εξέφρασαν την λύπη της για το ότι ήταν υποχρεωμένοι να απομακρυνθούν από τις περιοχές αυτές που είχαν Ελληνικό πολιτισμό καιΕλληνική Εθνική Συνείδηση, συμφώνησαν να αποχωρήσει ο στρατός από τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου μέσα στον καθορισμένο χρόνο, με την προϋπόθεση ότι θα δοθούν εγγυήσεις για την προστασία της περιουσίας καθώς και της γλώσσας των κατοίκων στις περιοχές που θα εκκενώσουν. Πριν αρχίσει η αποχώρηση (13 - 02 – 1914), η «Πανηπειρωτική Συνέλευση» στο Αργυρόκαστρο, αποφάσιζε να οργανώσει στρατιωτικές μονάδες με το όνομα «Ιεροί λόχοι» για να αντισταθούν στην εκκένωση της περιοχής και στην ένταξη της Βορείου Ηπείρου στο Αλβανικό κράτος.

Οι Βορειοηπειρώτες θεώρησαν την συμφωνία αυτή προδοσία και πριν αρχίσει η αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού, ο Γεώργιος Ζωγράφος, πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, στις 28Φεβρουαρίου 1914, ανακήρυξε στο Αργυρόκαστρο την «Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου» και καλούσε τους Ηπειρώτες να υπερασπιστούν την ακεραιότητα της Βορείου Ηπείρου και τις Ελευθερίες της από κάθε επίθεση. Την προκήρυξη υπέγραφαν ο Γεώργιος Ζωγράφος, ως πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης και οι Μητροπολίτες Βασίλειος Δρυϊνουπόλεως, Γερμανός Κορυτσάς και Σπυρίδων Βελλάς Κονίτσης, ως μέλη. Αργότερα ο Α. Καραπάνος, έγινε Υπουργός εξωτερικών και ο συνταγματάρχης Δημήτριος Δούλης Υπουργός πολέμου. Με την μεσολάβηση της Διεθνούς Επιτροπής στις 17 Μαϊου 1914, επήλθε συμφωνία μεταξύ των Αλβανών και του Ζωγράφου και υπογράφτηκε το πρωτόκολλο της Κέρκυρας με το οποίο δίδετο «Αυτονομία στη Βόρειο Ήπειρο». Το πρωτόκολλο της Κέρκυρας έδινε ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα της Βορείου Ηπείρου, αλλά προτού τεθεί σε εφαρμογή κηρύχθηκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στην Αλβανία δημιουργήθηκε μία χαώδης κατάσταση. Η Ιταλία επωφελούμενη από την χαώδη κατάσταση που επικρατούσε στην Αλβανία κατέλαβε εδάφη της Αλβανίας (το νησί Σάσωνα, την Αυλώνα και άλλες περιοχές). Η αναρχία που επικρατούσε στην Αλβανία και την Βόρειο Ήπειρο είχε μετατρέψει αυτή την περιοχή σε πεδίο ληστρικών επιδρομών και βιαιοτήτων εναντίον του Χριστιανικού πληθυσμού εκ μέρους των φανατικών Μουσουλμάνων Τουρκαλβανών ατάκτων. Για το λόγο αυτό ήταν επιτακτική ανάγκη να επιτραπεί στην Ελληνική Κυβέρνηση να στείλει στρατεύματα στο Αργυρόκαστρο για να εμποδίσει τις σφαγές.

Τον Οκτώβριο του 1914 ο Ελληνικός Στρατός, με την συγκατάθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, κατέλαβε την Βόρειο Ήπειρο, με τον όρο ότι η κατοχή θα ήταν προσωρινή. Αργότερα στις 26Απριλίου 1915 με την Συνθήκη του Λονδίνου, οι Μεγάλες Δυνάμεις της Αντάντ, για να παρακινήσουν την Ελλάδα να προσχωρήσει στον πόλεμο πρόσφεραν την Βόρειο Ήπειρο στην Ελλάδα, εκτός από την Αυλώνα. Στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, που αναδείχθηκε τον Δεκέμβριο του 1915, οι Βορειοηπειρώτες έστειλαν τους δικούς τους αντιπροσώπους και η Ελληνική Κυβέρνηση τον Μάρτιο του 1916 προσάρτησε επίσημα τη Βόρειο Ήπειρο στο Ελληνικό Βασίλειο. Η Ιταλία διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτή την ενέργεια, με συνέπεια οι Μεγάλες Δυνάμεις να κάνουν συστάσεις προς την Ελληνική Κυβέρνηση, για να εμποδίσει την συμμετοχή των αντιπροσώπων της Βορείου Ηπείρου, στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.

Η εσωτερική διαμάχη (διχασμός 1916) στην Ελλάδα και η ένταση των σχέσεων ανάμεσα στην Αντάντ και την Ελληνική Κυβέρνηση, βοήθησε την Ιταλία να προωθήσει τα κατακτητικά της σχέδια. Οι Ιταλοί επέκτειναν την κατοχή τους εκτός από τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου και σε περιοχές των Ιωαννίνων. Η κατάσταση έγινε πολύ σοβαρή, ιδιαίτερα επειδή οι Ιταλικές αρχές δεν περιορίστηκαν μόνο στην στρατιωτική κατάληψη των παραπάνω περιοχών, αλλά προχώρησαν και στην κατάργηση των Ελληνικών αρχών. Κατέβασαν τις Ελληνικές σημαίες και ύψωσαν στη θέση τους τις Ιταλικές. Στις 3 Ιουνίου του 1917, ο Διοικητής της Ιταλικής στρατιάς Αλβανίας διακήρυξε την ενότητα της Αλβανίας κάτω από την προστασία του Βασιλιά της Ιταλίας.

Στις 13 Ιανουαρίου του 1920, κατά την επίσημη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου των Συμμάχων στο Παρίσι, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, και οι Ιταλοί συμφώνησαν να παραχωρηθεί η Βόρειος Ήπειρος στην Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή δεν εφαρμόσθηκε ποτέ και αργότερα η νέα«Πρεσβευτική» συνδιάσκεψη που έγινε στις Νοεμβρίου του 1921, όρισε τα Ελληνοαλβανικά σύνορα σύμφωνα με το «Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας» της 17ης Δεκεμβρίου 1913 και έτσι ή Βόρειος Ήπειρος δόθηκε οριστικά στην Αλβανία. Προηγουμένως όμως, στις 2 Δεκεμβρίου 1920 , ο αντιπρόσωπος της Αλβανίας Φάν Νόλι, είχε δηλώσει στην «Κοινωνία των Εθνών», ότι η Αλβανία αναλάμβανε την υποχρέωση να σεβαστεί τα δικαιώματα του Ελληνικού πληθυσμού στην Βόρειο Ήπειρο. Η Ελληνική Κυβέρνηση, ύστερα από την διευθέτηση των συνόρων επεδίωξε με κάθε τρόπο μία Ελληνοαλβανική συνεργασία. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Θεόδωρος Πάγκαλος κράτησε καταχρηστικά στην Ελλάδα σαν Αλβανική μειονότητα, τους Μουσουλμάνους Τουρκαλβανούς Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, αντί να τους στείλει στην Τουρκία, όπως προέβλεπε η Ελληνοτουρκική Σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών της 30ης Ιανουαρίου του1923.

Οι Αλβανοί δεν τήρησαν τις Συμφωνίες και άρχισαν ένα πρόγραμμα αφελληνισμού στη Βόρειο Ήπειρο. Τα Ελληνικά σχολεία που είχαν γνωρίσει μεγάλη ακμή κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας και που ο αριθμός τους στην περίοδο των Βαλκανικών πολέμων ξεπερνούσε τα200, σιγά σιγά άρχισαν να ελαττώνονται. Το 1925- 26 ο αριθμός τους ήταν 78 και το 1932ήταν μόνο 10. Την ίδια περίοδο η Αλβανική Κυβέρνηση διόρισε δασκάλους Μουσουλμάνους να διδάσκουν την Αλβανική στα Ελληνικά σχολεία. Αυτό ανάγκασε την Ελληνική Κυβέρνηση να προσφύγει στην Κοινωνία των Εθνών. Η υπόθεση έφθασε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου η Ελλάδα δικαιώθηκε και οι Αλβανοί αναγκάσθηκαν να ξανανοίξουν μερικά σχολεία.

Εκτός από τον εκπαιδευτικό διωγμό πραγματοποιήθηκε και θρησκευτικός διωγμός. Η Αλβανική Κυβέρνηση έκοψε τους δεσμούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας από το Πατριαρχείο, οι Επίσκοποι εκπατρίστηκαν και οι Εκκλησίες έκλεισαν. Η ανθελληνική πολιτική της Αλβανίας συνεχίσθηκε και μετά την ένωση της Αλβανίας με την Ιταλία το 1939. Ιδιαίτερα πριν από την Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, οι Αλβανοί άρχισαν άγριους διωγμούς του Ελληνικού πληθυσμού.

Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεγάλος αριθμός προσωπικοτήτων από όλες τις περιοχές της Βορείου Ηπείρου φυλακίσθηκαν και εξορίστηκαν για να τρομοκρατηθεί ο Ελληνικός πληθυσμός. Οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου δεν έπαψαν να διώκονται από τους συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών και μετά την αποχώρηση των Αρχών κατοχής το 1943. Περισσότερες διώξεις είχαν οι Βορειοηπειρώτες Έλληνες, από τους Τουρκαλβανούς Τσάμηδες που έφυγαν από την Ελλάδα, μετά την αποχώρηση των Ιταλογερμανών και εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Βορείου Ηπείρου.

Όπως προαναφέρθηκε, η Βόρειος Ήπειρος (σημερινή Νότιος Αλβανία), είναι τμήμα της αρχαίαςΘεσπρωτίας και κατοικείται αδιαλείπτως, από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, από Ελληνικά φύλα. Ο εποικισμός που έγινε κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας με Μουσουλμανικό πληθυσμό, εκτός από την μικρή επίδραση που είχε στη γλώσσα, με την χρήση της «Αρβανίτικης» διαλέκτου (κράμα Λατινικής, Αλβανικής και Ελληνικής), δεν είχε καμία άλλη επίδραση στους «αυτόχθονες Έλληνες Βορειοηπειρώτες» και για το λόγο αυτό διατήρησαν μέχρι σήμερα την Ελληνική τους Εθνική συνείδηση. Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της σημερινής Θεσπρωτίας (Τουρκικής καταγωγής Μουσουλμάνοι Τσάμηδες), σύμφωνα με την Ελληνοτουρκική Σύμβαση α ν τ α λ λ α γ ή ς πληθυσμών της 30ης Ιανουαρίου του 1923, έπρεπε να είχε μεταφερθεί στην Τουρκία, αλλά η τότε Ελληνική Κυβέρνηση, αφενός για λόγους καλής γειτονίας και συνεργασίας με την Αλβανική Κυβέρνηση και αφετέρου λόγω της Ιταλικής παρέμβασης, κράτησε «χαριστικά» στην Ελλάδα αυτή την μειονότητα. Αυτό ήταν λάθος διπλωματικό και πολιτικό και τα αποτελέσματα φάνηκαν πολύ αργότερα, όταν αυτή η μειονότητα των 20.000 περίπου Τουρκαλβανών Μουσουλμάνων Τσάμηδων που εγκαταστάθηκαν στην Θεσπρωτία την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας (προκειμένου να αλλοιώσουν τον Ελληνικό πληθυσμό της περιοχής και να μειώσουν την δύναμη των Σουλιωτών, που ήταν απειλή εναντίον των Τούρκων και δεν μπόρεσαν ποτέ να τους υποτάξουν), διεκδικούσαν αργότερα - ακόμη και σήμερα - ολόκληρη την Ήπειρο, την «κοιτίδα του Ελληνισμού».

Όσον αφορά την διεκδίκηση περιουσιών, από τους Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους Τσάμηδες, δεν είναι μόνο η συνθήκη της Λωζάνης (30 Ιανουαρίου του 1923) που απαγορεύει οποιαδήποτε αποζημίωση, αλλά είναι και οι αποφάσεις των Δικαστηρίων με τις οποίες δημεύτηκαν αυτές, λόγω των εγκλημάτων που διέπραξαν σε βάρος των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής της Θεσπρωτίας, από το 1939 έως το 1944 (εκτέλεση των 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, του Νομάρχη Βασιλάκου, άλλων 800 πολιτών, καθώς και την πυρπόληση 519 κατοικιών κ.ά ). Συγκεκριμένα  από το  Ειδικό Δικαστήριο των Ιωαννίνων, κατά πάντα νόμιμο και διεθνώς  αναγνωρισμένο, εξεδόθησαν μέχρι το 1948 χίλιες επτακόσιες (1700) και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος των εγκληματιών Τσάμηδων. Γνωστότερη όλων των αποφάσεων  αυτών είναι η υπ'αριθ' 344 / 23 - 5 - 1945απόφαση. Στη συνέχεια  επακολούθησε  η στέρηση της Ελληνικής  ιθαγένειας των καταδικασθέντων, με την υπ' αρίθ' Α.Π. 5086 /47 Απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών, καθώς και Δήμευση των Περιουσιών τους (Β.Δ 2185 /1952 και Ν.2781//54), που διατέθηκαν στα θύματα της θηριωδίας τους και σε  ακτήμονες,  σύμφωνα  με  τις  διεθνείς  ανάλογες  διατάξεις. Συνεπώς  σήμερα δεν υπάρχουν περιουσίες  προς  διεκδίκηση  από τους Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους Τσάμηδες.     

Αυτή είναι η αλήθεια για τους «Θυάμηδες» (Thiamides = Τσιάμηδες ή Τσάμηδες) και την «Τσαμουριά» (Thiamuria), όπως προκύπτει τόσο από τα αρχαία Ιστορικά κείμενα, όσο και από τα Επίσημα Αρχεία του Κράτους. Ότι άλλο λέγεται και γράφεται, από εκείνους που υποστηρίζουν διάφορα ξενοκίνητα αυτονομιστικά εγχειρήματα, είναι εκ’ του πονηρού και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. 

Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ολόκληρη η Δυτική Φθιώτιδα και ιδιαίτερα οι ορεινές περιοχές, από τις παρυφές του Τυμφρηστού έως τα Βαρδούσια και τη Οίτη, είχαν κατακλυσθεί από Σουλιώτες Τσάμηδες (Παρασούλι, Μαργαρίτι, Φανάρι, Παραμυθιά, κ.λ.π), οι οποίοι ήταν Ελληνικότατοι των Ελλήνων. Πρωτοστάτησαν στον αγώνα της Εθνικής Επαναστάσεως και έλαβαν μέρος σε όλες τις μάχες των Ελλήνων με τους Τούρκους. Είχαν παθολογική αγάπη για την Ελλάδα και το απέδειξαν με το αίμα τους που έδωσαν για την ανεξαρτησία της. Ο Ελληνισμός οφείλει πολλά στην φιλότιμη προσπάθειά τους και τον άκρατο πατριωτισμό τους. Ένας απ’αυτούς τους Τσάμηδες, ήταν και ο Οπλαρχηγός Τσάμ’(ης) Καλόγηρος, που έδρασε στην περιοχή του Παλαιοχωρίου Τυμφρηστού (Ομιλαίων). Η καταγωγή του ήταν από το χωριό "Βέλλιανη" της Παραμυθιάς και προφανώς πρίν γίνει κλεφταρματολός ήταν καλόγηρος σε κάποιο Μοναστήρι, γι'αυτό είχε το παρωνύμιο "Τσάμ'(ης) Καλόγηρος". Το μικρό του όνομα ήταν Χρήστος αλλά έγινε γνωστός με το παρωνύμιο "Τσάμ'(ης) Καλόγηρος". Ήταν τρόφιμος στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι, μαζί με τα 70 παλικάρια του και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Μεταξύ των παλικαριών του ήταν ο Αθανάσιος Διάκος, ο Σκαλτσοδήμος και ο Γούλας, πρόγονος των Μαστρογουλαίων (σημερινών Μαστρογιανναίων) από το Παλαιοχώρι. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν τραυματίσθηκε στη μάχη της Ζελίστας και πριν ξεψυχήσει στις πλαγιές της Οξυάς, όπου τον είχε μεταφέρει στους ώμους του ο Αθανάσιος Διάκος, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων, υπέδειξε για διάδοχό του τον νεαρό τότε Αθανάσιο Διάκο και μπροστά σε όλα τα παλικάρια του λέει: «... Από σήμερα το Θανάση Διάκο θα τον έχετε για πρώτο παλικάρι στον ταϊφά. Αν και είναι μικρός στα χρόνια είναι μεγάλος στην παλικαριά !!! Του ταιριάζει ακόμη και για καπετάνιος ...» (Τάκη Λάπα , «ο Ήρωας της Αλαμάνας») . 

Ο Γιάννης Δ. Παπαναγιώτου στο βιβλίο του, “ο Αϊ-Λιάς του Παλιοχωριού”, αναφέρει μεταξύ άλλων και τα εξής: «... Η παράδοση μας μιλάει, ότι στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, πέρα από τους άλλους Κλέφτες, συχνοδιάβαινε και ο Τσάμ’ Καλόγερος με τ’ασκέρι του, που έφτανε τα εβδομήντα παλληκάρια, ανάμεσα σ’αυτά διακρίνονταν και ο Σκαλτσοδήμος. Ίσως γιατί ο Τσάμ’ Καλόγερος να γνώριζε το Μοναστήρι από τότε που και ο ίδιος ήταν καλόγερος, ή να συνδεόταν φιλικά με τον Ηγούμενο και τους καλογέρους του. Πέρα όμως από κάθε εκδοχή, το Μοναστήρι στις παραμονές της Εθνικής μας Εξέγερσης έγινε αποκούμπι του Τσάμ’Καλόγηρου γέννημα της Ηπείρου και Αρχικλέφτη του Λιδωρικιού, που ενοχλούσε με τ’ασκέρι του, εδώ, κι εκεί τα Τούρκικα μπουλούκια. Στο μεγάλο κατατρεγμό της κλεφτουργιάς της Στερεάς Ελλάδας από τον Γιουσούφ Αράπη (1783 -1820) και μετά από τη μάχη στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, το 1794, το Μοναστήρι κατηγορείται για συνεργασία και απόκρυψη του αρχικλέφτη Τσάμ’ Καλόγερου. Τούτο άναψε την οργή του αιμοχαρή Αράπη, που βάλθηκε να κάψει το Μοναστήρι και να χαλάσει τον Τσάμ’ Καλόγερο και τον ταϊφά του ...». 

Στα Πουγκάκια και στη συνέχεια στο Παλαιοχώρι Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος, εγκαταστάθηκαν πάρα πολλοί Σουλιώτες Τσιάμηδες, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα μετά το 1803 – 1804, όταν οι Σουλιώτες αναγκάσθηκαν από τον Αλή πασά να εγκαταλείψουν το Σούλι. Αυτοί είναι οι Έλληνες Τσιάμηδες, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με τους Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους Τσιάμηδες. Είναι οι γνήσιοι Τσιάμηδες (Θυάμηδες) που οι προγονοί τους κατοικούσαν γύρω από τον Θύαμι ποταμό χιλιάδες χρόνια πριν την Τουρκοκρατία. Είναι οι Σουλιώτες Τσιάμηδες που είχαν και έχουν την ίδια γλώσσα, ήθη, έθιμα, Θρησκεία και ενδυμασία με τους άλλους Έλληνες. Στα Πουγκάκια, στο Παλαιοχώρι, στο Γαρδίκι, στα Κανάλια, στη Λευκάδα και σε άλλα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδος, υπάρχουν σήμερα πολλές οικογένειες που έχουν «Τσιάμικη» καταγωγή και δεν το γνωρίζουν. Εκτός από τον Τσάμ'(η) Καλόγηρο και το πρωτοπαλίκαρό του Γούλα (Μαστρογούλα ή Μαστρογιάννη), που κατάγονταν από το χωριό "Βέλλιανη" της Παραμυθιάς, Τσάμηδες ήταν και ο Νικόλαος Παπαγιάννης (Κοντο-Νίκος) με τον Δημήτριο Δανιήλ (κατάγονταν από την περιοχή του Μαργαριτίου Τσαμουριάς) που εγκαταστάθηκαν στο Παλαιοχώρι όταν παντρεύτηκαν τις κόρες του Κώστα Παπαναγιώτου–Κουδούνα (Βασιλική και Αγγελική). Έφθασαν στο Παλαιοχώρι (Πουγκάκια) στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν εκδιώχθηκαν από τους «Τουρκαλβανούς Μουσουλμάνους Τσιάμηδες». Μάλιστα, ο Δημήτριος Δανιήλ, πριν εγκατασταθεί στο Παλαιοχώρι (για ένα διάστημα κατοικούσε στην Ευρυτανία), είχε σκοτώσει ένα Τουρκαλβανό στην περιοχή της Θεσπρωτίας (όπως ισχυρίζετο ο Ελευθέριος Ν. Παπαγιάννης) και καταδιώκετο από τους Τούρκους.

Ο Μιχαήλ Περάνθης στο βιβλίο του «Σουλιώτες» μεταξύ άλλων αναφέρει: «... Ολομεσής στέκεται ο Φώτο Τζαβέλλας, με τον Κολέτζη Μαλάμο. Τον άλλο τόπο τον έχουν μοιρασμένο σε Πάσχο, Λάλα, Παπαγιάννη και άλλους καπεταναίους...». Δεν γνωρίζουμε βέβαια αν ο Νίκος Παπαγιάννης (Κοντο-νίκος) είχε σχέση με την Σουλιώτικη οικογένεια (φάρα) του Καπετάνιου Παπαγιάννη, που αναφέρει ο Μιχαήλ Περάνθης στο βιβλίο του Σουλιώτες, όμως γνωρίζουμε ότι οι Παπαγιανναίοι ήταν Σουλιώτες Τσιάμηδες και ότι έφθασαν στην περιοχή του Παλαιοχωρίου μαζί με τους άλλους Σουλιώτες, όταν τους έδιωξε ο Αλή πασάς από το Σούλι το 1803-1804. Επίσης, στην περιοχή των Πουγκακίων είχε εγκατασταθεί την ίδια περίοδο και ο Πούγκας Κοντογιάννης, όπως προκύπτει από την κατάσταση των στρατιωτών του 50αρχη Ιωαν. Μαργαρίτη. (Το επώνυμο Μαργαρίτης μας παραπέμπει στην περιοχή Μαργαρίτι της Τσαμουργιάς – Σουλίου).

Τέλος θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ και στον"Εθνικό χορό των Ελλήνων" τον "Τσάμικο ή Κλέφτικο", με τον οποίο ήταν δεμένοι οι αγώνες των Ελλήνων στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο χορός αυτός χορευόταν από τους σκλαβωμένους Έλληνες πάνω στα βουνά, όπου οι Κλέφτες και Αρματολοί δεν είχαν άλλο μέσον εκδήλωσης των καημών τους, της δίψας για την λευτεριά και της ανάτασης της ψυχής τους. Ο χορός αυτός είναι Ελληνικότατος, το όνομά του το οφείλει στους Έλληνες Τσιάμηδες και είναι άγνωστος στους Αλβανούς ακόμη και σήμερα. Τον συναντάμε σε διάφορες μορφές με 8 ή 10, 12, 14 και 15 βήματα. Στα ορεινά της Ρούμελης για παράδειγμα προτιμούν τα 8 βήματα, ενώ στην Πελοπόννησο τον χορεύουν με 14. Είναι ο πιο λεβέντικος και χαρακτηριστικός απ' όλους τους Ελληνικούς χορούς. Εκφράζει τη λεβεντιά, την παλικαριά και την αντρειοσύνη. Είναι χορός με πολλές φιγούρες, άλματα, ψαλίδια, χτυπήματα και γονατίσματα. Παλαιότερα ήταν μόνο ανδρικός χορός, σήμερα χορεύεται και από γυναίκες που σχηματίζουν εσωτερικά ημικύκλιο μπροστά από τους άνδρες. Φιγούρες εκτελεί μόνο ο πρώτος άνδρας, ενώ οι υπόλοιποι (άνδρες και γυναίκες) ακολουθούν με τα απλά βήματα του χορού.         
Έρευνα - Επιμέλεια κειμένου : ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  Ν.  ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου