ο λιναρόσπορος και
το σουσάμι,
και το οποίο προλαμβάνει ή επιβραδύνει την αύξηση του βάρους.
Σύμφωνα με άρθρο του επιστημονικού εντύπου American Journal of Epidemiology, ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες από λιγνάνες, έτειναν να έχουν χαμηλότερο βάρος και γενικά να παίρνουν λιγότερα κιλά σε βάθος χρόνου, συγκριτικά με γυναίκες που δεν κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες λιγνάνων.
Οι λιγνάνες ανήκουν στα φυτοοιστρογόνα, τα οποία θεωρούνται ότι διαθέτουν αντιοξειδωτικές και αντικαρκινικές ιδιότητες.
Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι οι λιγνάνες ενδέχεται να παίζουν ρόλο στην ρύθμιση του σωματικού βάρους. Ο λιναρόσπορος και το σουσάμι είναι πλούσιες πηγές λιγνάνων, αλλά σε μικρότερες ποσότητες περιέχουν λιγνάνες και οι ξηροί καρποί, τα φρούτα, τα λαχανικά, ο καφές, το τσάι και το κρασί.
Οι ερευνητές στην παρούσα μελέτη ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερες από 1.000 γυναίκες που είχαν δώσει δείγματα ούρων στην αρχή της μελέτης και είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση για δέκα χρόνια.
Τα δείγματα ούρων εξετάστηκαν για δύο συστατικά, την εντεροδιόλη και την εντερολακτόνη, που σχηματίζονται όταν τα εντερικά βακτήρια διασπούν τις λιγνάνες των τροφών.
Στην αρχή της μελέτης, οι γυναίκες με τα υψηλότερα επίπεδα εντεροδιόλης και εντερολακτόνης στα ούρα είχαν τον χαμηλότερο ΔΜΣ. Για παράδειγμα, οι γυναίκες με την υψηλότερη εντερολακτόνη είχαν ΔΜΣ 24,6, συγκριτικά με ΔΜΣ 27,5 των γυναικών με τα χαμηλότερα επίπεδα εντερολακτόνης.
Επιπρόσθετα, τα υψηλότερα επίπεδα λιγνάνων σχετίστηκαν με μικρότερη αύξηση του βάρους σε βάθος χρόνου. Οι γυναίκες με την υψηλότερη εντεροδιόλη στα ούρα πήραν 0,27 κιλά λιγότερα ανά χρόνο, συγκριτικά με εκείνες που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα εντεροδιόλης.
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι η υψηλότερη έκκριση μεταβολικών λιγνάνης, ειδικά εντεροδιόλης, σχετίζεται με βραδύτερη αύξηση βάρους» υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης.
Αν και δεν είναι ξεκάθαρο γιατί οι λιγνάνες προλαμβάνουν την αύξηση του βάρους, οι επιστήμονες εικάζουν ότι επειδή η δομή τους μοιάζει με αυτή των οιστρογόνων, ενδεχομένως να επηρεάζουν το σωματικό βάρος προσδενόμενες σε υποδοχείς των οιστρογόνων.
Σύμφωνα με άρθρο του επιστημονικού εντύπου American Journal of Epidemiology, ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες από λιγνάνες, έτειναν να έχουν χαμηλότερο βάρος και γενικά να παίρνουν λιγότερα κιλά σε βάθος χρόνου, συγκριτικά με γυναίκες που δεν κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες λιγνάνων.
Οι λιγνάνες ανήκουν στα φυτοοιστρογόνα, τα οποία θεωρούνται ότι διαθέτουν αντιοξειδωτικές και αντικαρκινικές ιδιότητες.
Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι οι λιγνάνες ενδέχεται να παίζουν ρόλο στην ρύθμιση του σωματικού βάρους. Ο λιναρόσπορος και το σουσάμι είναι πλούσιες πηγές λιγνάνων, αλλά σε μικρότερες ποσότητες περιέχουν λιγνάνες και οι ξηροί καρποί, τα φρούτα, τα λαχανικά, ο καφές, το τσάι και το κρασί.
Οι ερευνητές στην παρούσα μελέτη ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερες από 1.000 γυναίκες που είχαν δώσει δείγματα ούρων στην αρχή της μελέτης και είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση για δέκα χρόνια.
Τα δείγματα ούρων εξετάστηκαν για δύο συστατικά, την εντεροδιόλη και την εντερολακτόνη, που σχηματίζονται όταν τα εντερικά βακτήρια διασπούν τις λιγνάνες των τροφών.
Στην αρχή της μελέτης, οι γυναίκες με τα υψηλότερα επίπεδα εντεροδιόλης και εντερολακτόνης στα ούρα είχαν τον χαμηλότερο ΔΜΣ. Για παράδειγμα, οι γυναίκες με την υψηλότερη εντερολακτόνη είχαν ΔΜΣ 24,6, συγκριτικά με ΔΜΣ 27,5 των γυναικών με τα χαμηλότερα επίπεδα εντερολακτόνης.
Επιπρόσθετα, τα υψηλότερα επίπεδα λιγνάνων σχετίστηκαν με μικρότερη αύξηση του βάρους σε βάθος χρόνου. Οι γυναίκες με την υψηλότερη εντεροδιόλη στα ούρα πήραν 0,27 κιλά λιγότερα ανά χρόνο, συγκριτικά με εκείνες που είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα εντεροδιόλης.
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι η υψηλότερη έκκριση μεταβολικών λιγνάνης, ειδικά εντεροδιόλης, σχετίζεται με βραδύτερη αύξηση βάρους» υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης.
Αν και δεν είναι ξεκάθαρο γιατί οι λιγνάνες προλαμβάνουν την αύξηση του βάρους, οι επιστήμονες εικάζουν ότι επειδή η δομή τους μοιάζει με αυτή των οιστρογόνων, ενδεχομένως να επηρεάζουν το σωματικό βάρος προσδενόμενες σε υποδοχείς των οιστρογόνων.
American Journal of Epidemiology - http://aje.oxfordjournals.org/ μέσω boro.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου