Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Το δαχτυλίδι από την νεκρόπολη Μαύρο Σπήλιο – τάφος ΙΧ, Κνωσός


1a
ποσοστό
 
1
 
0
 
Το δαχτυλίδι είναι καταχωρημένο στο Corpus of Minoan and Mycenaean Seals ωςCMS II,3 038
Find spot: Knossos, Temenus. Plot/Excavation site: Nekropole Mavro Spiläo. Find spot: Grab IX, Kammer E.
Χρονολογείται 1800πΧ. και γράφει – σπειροειδώς απο μέσσα προς τα έξω – με γραμμική Α’:
Stujaamunateiutajapasipisadinejorea
Χωρίζονται οι λέξεις ως εξής :
Stuja amuna / teiu / taja pasi pisa[1] /dinejo[2] rea
Δηλαδή :  Στύγα, άμυνα θεού, θεά πάντων, ας περιδίνιζεσαι πείθοντας την Ρέα
Όπως όλα τα δαχτυλίδια της Μινωικής & Μυκηναϊκής εποχής είναι τίτλοι ιεροσύνης. δηλ. σφραγίδες και όχι κοσμήματα. Άλλωστε το μέγεθός τους είναι αποτρεπτικό. Ο κάτοχος του εν λόγω δαχτυλιδιού προφανώς ήταν ιερέας (ίσως της Στύγας) που έπραττε τελετή εξιλεώσεως προς την Ρέα.
 Η μελέτη υπάρχει για ευκολότερη χρήση και στο κοινό λογαριασμό των «φιλοσοφοῦμεν γνησίως τε καὶ ἱκανῶς» – & «Ακάδημος» στο Academia.edu  ως PDF αρχείο.
Ευστάθιος Δ. Κεφάλας (Αμφικτύων) & Κυριακή Η. Λαμπίρη (Αριστοδίκη) – 5/1/2017: Ακάδημος”, αμφικτυονία Πανελλήνιας (Ορφικής) Θεολογίας & Πλατωνικής Φιλοσοφίας –  φιλοσοφοῦμεν γνησίως τε καὶ ἱκανῶς

[1]   πεῖσα-ης, ποιητ. αντί πειθώ, υπακοή, ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.  πείσαις, Δωρ. αντίπείσας, μτχ. αορ. αʹ του πείθω. (Βλ. Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των H.G. Liddell & R. Scott).
[2]  Είναι ενεστώτας ευκτικής μέσης φωνής του ρήματος δινώ : δινεύοιο / δινοῖο.
δινώ
(I)
δινῶ (-έω) (Α)
βλ. δινεύω.                          Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
δινεύω
δινεύω και δινῶ (-έω) (Α)
  1. περιστρέφωστροβιλίζω
  2. περιφέρομαι
  3. (για πουλιά) διαγράφω κύκλους πετώντας
  4. (για χορευτές) χορεύω κυκλικό χορό
  5. περιτυλίσσω
  6. κατευθύνω, κινώ κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίνη].                         Πηγή : Academic Dictionaries and Encyclopedias
δῑνεύω, Ιων. παρατ. δινεύεσκον, μέλ. -εύσω· επίσης δῑνέω, παρατ. ἐδίνεον, Επικ. δίνεον, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐδίνησα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδινήθην, παρακ. δεδίνημαι (δίνη)· I. 1. περιστρέφω, στροβιλίζω ή στριφογυρίζω, σε Όμηρ.· συστρέφω κυκλικά, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., στροβιλίζομαι ή περιστρέφομαι, σε Όμηρ.· λέγεται για ποτάμι, περιδινούμαι, σε Ευρ.· στροβιλίζομαι στον χορό, σε Ξεν. 2.Παθ. επίσης, περιτριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανώμαι, Λατ. versari, σε Ομήρ. Οδ. II. αμτβ. στην Ενεργ., όπως ακριβώς στην Παθ., περιστρέφομαι, λέγεται για χορευτές ή ακροβάτες, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για το περιστέρι, το οποίο κάνει κύκλους στο πέταγμά του, στο ίδ.· γενικά, περιφέρομαι, σε Όμηρ.· δινεύειν βλεφάροις, περιστρέφω το βλέμμα άγρια τριγύρω, σε Ευρ. (Βλ.Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των H.G. Liddell & R. Scott).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου