Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Γιορτή της ΜΗΤΕΡΑΣ



Ημέρα για τη  Μ ά ν α , τη  Μ η τ έ ρ α , τη  μ α μ ά.

Ελάχιστη συμβολή ,με λίγα ποιήματα και φωτογραφίες ,γι΄ αυτό που ΔΕΝ μπορείς να ξεπληρώσεις .
΄Ο,τι και να πείς - γράψεις είναι πολύ λ ί γ ο.
Και για να μη φλυαρούμε , αναδημοσιεύουμε τρία ΠΟΙΗΜΑΤΑ για τη μητέρα, τη μάννα μας.




Η καρδιά της Μάνας
                        (Άγγελος Βλάχος)
                                  


΄Ενα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
- Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ' αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.

Τρέχει ο νιος, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!


Η Μάνα
            (Γεώργιος Μαρτινέλλης)
Μάνα κράζει το παιδάκι,
Μάνα ο νιος και Μάνα ο γέρος,
Μάνα ακούς σε κάθε μέρος,
Α! τι όνομα γλυκό.


Τη χαρά σου και τη λύπη
με τη μάνα τη μοιράζεις,
ποθητά την αγκαλιάζεις,
δεν της κρύβεις μυστικό.

Εις τον κόσμον άλλο πλάσμα
δεν θα βρεις να σε μαντεύει,
σαν τη μάνα που λατρεύει,
σαν τη μάνα που πονεί.

Την υγειά της, τη ζωή της,
όλα η μάνα τ' αψηφάει
για το τέκνο π' αγαπάει,
για το τέκνο που φιλεί.

Όπου τρέχεις, πάντα η μάνα
με το νου σε συντροφεύει,
σε προσμένει, σε γυρεύει
μ' ανυπόμονη καρδιά.

Κι αν σκληρός εσύ φαρμάκια
την ποτίζεις την καημένη,
πάντα η μάνα σ' α ' πανταίνει
με τα ολόθερμα φιλιά.

Δυστυχής όποιος τη χάνει
ο καημός είναι μεγάλος
σαν τη μάνα δεν είν' άλλος
εις τον κόσμο θησαυρός.

Κι' όποιος μάνα πια δεν έχει,
Μάνα κράζει στ' όνειρό του
πάντα Μάνα στον καημό του
είν' ο μόνος στεναγμός!


Μάννα
         (Γεράσιμος Μαρκοράς)


Μάνα!.. Δε βρίσκεται
λέξη καμία
νάχει στον ήχο της
τόση αρμονία,
σαν ποιος να σ' άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

Παιδί από σπάργανα
ζωσμένο ακόμα,
με χάρη ανοίγοντας
γλυκά το στόμα,
γυρνάει στον άγγελο
που τ' αγκαλιάζει
και μάνα κράζει.

Στον κόσμο τρέχοντας
ο νέος διαβάτης
πέφτει στ' αγνώριστα
βρόχια τσ' απάτης,
και αναστενάζοντας,
Μάνα μου! Λέει,
Μάνα! Και κλαίει.

Της νιότης φεύγουνε
τ' άνθια κ' η χάρη
τριγύρω σέρνεται
με αργό ποδάρι,
ώσπου στην κλίνη του,
σα βαρεμένος,
πέφτει ο καημένος.

Και πριν την ύστερη
πνοή του στείλει,
αργά ταράζονται
τα κρύα του χείλη,
και με το μάνα μου!
πρώτη φωνή του,
πετά η ψυχή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου